Ανθολόγιο Ποίησης - Γιώργου Ν. Μανέτα, 1977 - 1996 και έτερα `' Γιώργος N. Μανέτας - Ανθολόγιο Ποίησης '`

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2003

POEMA POSEIDONIA OCEANICA



Ο Γιώργος Ν. Μανέταςείναι απόμαχος Έλληνας ναυτικός ⚓ και ποιητής. 
Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1961 στην Αθήνα από Κερκυραίους γονείς 
και από το 1990 είναι νυμφευμένος με την ποιήτρια Δήμητρα Δελακούρα 
(Λιζέτε Ντε Σόουζα Σερκέιρα). Τα έτη 1977 - 1996 εργάστηκε ως ναυτεργάτης 
σε ελληνικής και ξένης πλοιοκτησίας φορτηγά και γκαζάδικα ποντοπόρα πλοία. 

Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών από τα τέλη 
της προηγούμενης χιλιετίας, στην οποία έχει διατελέσει πρόεδρος 
της Εξελεγκτικής Επιτροπής (2018 - 2020) καθώς και πρόεδρος 
τoυ Πειθαρχικού Συμβουλίου της για τα έτη 2022 - 2024. 


'Eχει εκδώσει τα βιβλία:

Θάλασσα, ποιήματα (1997) 
Αστρολάβος, ποιήματα (1998) 
Οξυτέρα Εγγυτάτη, ποιήματα (1999) 
Ναυσίν Άριστοι,  ποιήματα (2001)
CD Ανθολογία Ποιημάτων (2004)

Ναυσίν Άριστοι, ποιήματα Άπαντα τόμος Α' (2018)
Της Θάλασσας, ποιήματα Άπαντα τόμος Β' (2018) 
από τις εκδόσεις Αρισταρέτη – Τιμής Ένεκεν






Ποιήματα "Της Θάλασσας" ... 1977 - 1996 



Μνήμες

Στον άταφο ναύτη


Στην γοερή σού ορκίζομαι κείνη κραυγή του φάρου
και στου βυθού που ξάπλωσες την άμμο τη νωπή,
θύρα να βρω στα βάθη της ν' ανταμωθώ του Χάρου
τ' ανήλια εκείνα δώματα που κατοικεί η σιωπή.

Κι όταν θα βρω το σκοτεινό του Χάροντα λημέρι,
τα πιο ακριβά μαλάματα θα δώσω και σκουτιά,
για να σου σφίξω ακόμη μια στερνή φορά το χέρι
πριν σε πλαγιάσει ατίμητο του ερέβους η ερημιά.

Πριν να σε λούσει πένθιμα το φως απ' το φεγγάρι
και πριν της λήθης τ' όνομα στην πέτρα σου γραφτεί,
βάζω την πένα στο χαρτί και κάνω την δοξάρι
για να τους πω πως χάθηκες δίχως κλαυθμό, ταφή:

Λέξεις συλλέγω ιάσμινες να πλέξω το στεφάνι
μα η ρίμα βγάζει συμφορά και στεναγμού λυγμό.
Στο θλιβερό ταξίδι σου, η πένα μου αποκάνει,
πενθεί και υγραίνει ως να 'τανε κι εκείνη από πνιγμό.







Θύμηση


Πάλι χθες στο εικονοστάσι σαν να σβήστηκε το φως μου·
γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό...
σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου
ταξιδεύεις και δεν βλέπω πίσω να ΄χεις γυρισμό;

Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει
μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό.
Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, που 'χα γιάνει
το κορμάκι σου εκεί πάνω, τώρα μοιάζει νεκρικό.

Θέλω λίγο ν' αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου
πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια.
Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου
και τη στόλιζα με τ' άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά.

Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ' αγγίξει το σκοτάδι
και σ' αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί,
έλα να σ' αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι,
και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί.



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Θα 'χω να λέω


Όταν τα χρόνια γείρουνε στις πλάτες μου βαριά,
από το μόλο κι ύστερα θε να κοιτάω τα πλοία
ώστε, παλιές μου θύμησες που θα 'ρχονται στο νου,
θα νοσταλγώ κι αδιάκοπα θα γράφω σε βιβλία.

Θα 'χω, να λέω για θάλασσες και γι' άγνωστες ακτές
και για νησιά που μου 'τυχαν στην ομιχλώδη αιθάλη,
ώστε, στους χάρτες να 'χουνε σαν στίγμα οι ναυτικοί,
για να μπορούν τη θέση τους να ξαναβρίσκουν πάλι.

Θα 'χω, να λέω για τα παλιά ξυλάρμενα σκαριά
και πώς, τις νύχτες ζώνανε τ' αλλόκοσμα απ' τα βύθια,
ώστε, ιστορίες οι ξέμπαρκοι που λένε, ναυτικοί,
να διηγούνται ευφάνταστα, καθώς στα παραμύθια.

Θα 'χω, να λέω πώς του βυθού το διάφεγγο το φως
και πώς, τρεμόσβηναν μετά σα καντηλέρια τ’ άστρα,
ώστε, γι’ αυτούς που χάθηκαν στ’ απύθμενα νερά,
πάνω στο υγρό του τάφου τους, ν’ αφήνουνε μια γλάστρα.

Θα 'χω, να λέω γι' αρματωσιές σε δάση καταρτιών
και για ναυάγια που 'χω δει στην πάλλευκή της κόμη,
ώστε, αυτοί που θα 'ρχονται τα χάη της για να δουν,
να 'χουν να λεν, στην άβυσσο πως βρέθηκαν· κι ακόμη

τι για ρεστίες και γι' άμπωτες! τι γι' αληγείς, ανέμους!
Θα 'χω, να λέω πώς κράζανε στο κύμα τα θεριά,
ώστε, αυτά που αντίκρισα στου κύματος τη ράχη,
να τα μπορούν και οι άπλευστοι, να ζουν απ' τη στεριά.

Κι όπως… θα λέω για θύμησες με στοχασμό περισσό,
γράφοντας για της θάλασσας κάθ' άσχημο κι ωραίο,
από το μόλο κι ύστερα, τα πλοία ως θα κινούν,
θα τα κοιτώ περίλυπος και με λυγμούς θα κλαίω. 


Aτλαντικός 5/1982



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Βαρδιάτορες


Κάποιες φορές, στης βάρδιας τις ατελείωτες ώρες,
ψάχνοντας φώτα στο πυκνό και αδιόρατο σκοτάδι,
κείνα τα βλέφαρα βαριά κινούν γι' άλλο ταξίδι.
(Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, τι φταίω και βασανίζεις;)

Στην άκρατη τούτη σιγή νείρεται ο νους τ' αστέρια
κι ένα ταξίδι αδιάκοπο προς στ' άγνωστο πασχίζει
χαράσσοντας στίγμα να βρει ποιον ήλιο θα διαλέξει.
(Α μαύρη που 'σαι ξενιτιά, και νυχτοκόπα Μοίρα).

Κι ως ταξιδεύει του μυαλού τ' ονειρικό καράβι,
και ψάχνει απάνεμο να βρει λιμάνι ν' απαγκιάσει,
το 'να του μάτι ξαφνικά ξανοίγει και θυμάται.
(Α στεριανέ καλότυχε, που σε κρεβάτι γέρνεις).

Ορθώνει τότε το κορμί κι ανήσυχα κοιτάζει
βγαίνοντας δήθεν καθαρά να δει από την βαρδιόλα
κείνα τα φώτα που 'ψαχνε στ' αδιόρατο σκοτάδι.
(Τα χελιδόνια της νυχτός, μαύρους σταυρούς θυμίζουν).

Βρίσκει για πρόσχημα να πει πως είδε φως που λάμπει
ώστε της δρόσου τ' αυγινό να τον ξυπνήσει αγέρι
κι οπτήρας πάλι φυσικός το πόστο του να πιάσει.
(Τις κουπαστές, χαράζαμε δυο μαχαιριές τη μέρα).




©Γιώργος Ν. Μανέτας


Γραίγος



- Έλα στην πλώρη να με βρεις
με το φανάρι της θυέλλης.
Υπό το γκρίζο της νεφέλης
μοιάζεις το φως της λυκαυγής.

Ανέβα πάνω στην ανέμη! - Δες, γυρίζει;
Βίρα την άγκυρα στη μπόμπα τη λειψή.
Αν με το σκόρτσα η ματισιά δεν τη στηρίζει,
βάλε το χέρι στην ανάγκη, το δεξί.

Παίξε σινιάλο με τα φώτα της θυέλλης
και προφυλάξου, απ' τον καιρό που σε χτυπά.
Άμα σε χάσω από το θάμπος της νεφέλης
σε ξαναβρίσκω, στις ακτές του Μακαπά.

Σιέστα σε ρέπι, με μαυλίστρα της Μακούμπα, 
ψυχρή, σαν πράσινη γουστέρα του Νεπάλ.
Στο Πόρτο Βέλιο ταξιδεύεις, στη Καρούμπα,
στο Μάτο Γκρόσο, στη Μπραζίλια, στο Νατάλ.

- Μα τι λογιάζεις μες στο βράδυ;
Στέκω της γέφυρας σκοπός!
- Σε βγάζω μέσ' απ' το σκοτάδι,
στο νοερό διάχυτο φως!




©Γιώργος Ν. Μανέτας



Της θάλασσας και της στεριάς

Πλησιέστεροι της αβύσσου, μόνον οι της ποιήσεως μυημένοι


Κάθε που βράδιαζε, το σπίτι ονειρευόσουνα,  
φύλλα μυρτιάς κι ένα κλωνί βασιλικού. 
Κάποια ροδιά, που από μικρός εκεί κοιμόσουνα, 
τη φανταζόσουνα σκοπό, παραμυθιού. 

Αυτή τη θάλασσα, σου 'λεγα, να τη σκιάζεσαι. 
Δεν επιτρέπονται παιχνίδια του μυαλού. 
Εδώ 'χει τέρατα - θεριά, κι αυτό να νοιάζεσαι· 
δεν έχουν χώρο εδώ, τα αισθήματα του νου. 

Εδώ, είν' ο Θάνατος σκοπός, - κοίτα πώς στέκεται ...  
Τα παραμύθια εδώ δεν έχουνε χρησμούς. 
Ούτε ορισμούς θα βρεις, η μοίρα καθώς πλέκεται, 
πάλι ξεπλέκεται, με αέναους χωρισμούς. 

Εδώ, χορεύουν τα στοιχειά, κι είν' όλα δύσβατα. 
Μαυροντυμένες, είν' οι δόλιες μας ψυχές. 
Πού 'ναι το φως; Πού 'ν' της χαράς μας τα δακρύσματα; 
Εδώ, φυτεύουμε οικτιρμούς, συνενοχές. 

Εδώ, είν' ο θόλος, το λημέρι κάθε θάνατου! 
Εδώ είν' οι πάροδοι, με τ' άγρια του θεού. 
Εδώ δεν έφερε κανένας μας τη μάνα του·
oύτε λιβάνι και καντήλι, στεριανού. 

ΙΙ 

- Δεν έχει,  δέντρα η θάλασσα, κι απάνω τους αηδόνια;
Δεν έχει  ανθρώπινες φωνές, χαρές και περιπάτους;
- Δεν έχει, δέντρα και φωνές, περίπατους κι αηδόνια.
Αυτά, που φέρουνε λαλιά, στ' ανθρώπινα δε μοιάζουν.

- Ούτε σταυρό; Ούτε πομπή; Ούτε κι οσμή λιβάνου; 
Ούτε τα μύρα - επτάνησα των λουλουδιών μου, εκείνα ...;
- Ούτε καντούνι να διαβείς, στεριά για να σε δούνε 
να σε ξεπροβοδίσουνε, στ' αχώματο μνημούρι. 

- Ούτε καμπάνες, σήμαντρα, θ' ακούσω να χτυπάνε; 
Ούτ' ένα δέντρο, τόσο δα, να 'χει σκιά η ταφή μου; 
- Ούτε σε χλόη μη δροσιστείς, ούτε να την αγγίξεις, 
θα τρέξουν τα βαθύρριζα, πριν πάνω της κυλήσεις. 

- Ούτ' αδερφός, για να με δει; Παπάς, να με διαβάσει; 
Ούτε αγρυπνίας συγχώρεση μη νιώσω στις αισθήσεις; 
Ούτε την πένθιμη κραυγή, της μάνας μοιρολόγι 
ν' αφουγκραστώ και μέσα μου, να πάρω στο ταξίδι ...; 

- Ούτ' αδερφός, στη θάλασσα, ούτε μητέρα, μπαίνει ...
Ούτε σταυρός, ούτε πομπή, ούτε κι οσμή, λιβάνου. 
Σ' αυτήν εδώ, τη θάλασσα, μήτε και Χάρος, μένει ...
Σαν βρεις εξώθυρα να μπεις, δεν βρίσκεις, για να φύγεις ...

IΙΙ 

- Εδώ, σ' αυτή τη θάλασσα, μάτι δε φτάνει ανθρώπου; 
- Ούτε κι ανθρώπινες φωνές θ' ακούσεις, να μιλάνε. 
Εδώ, μόνο γλαρόπουλα που σιγοτραγουδάνε, 
που 'χουν παιδιάτικες φωνές, όμοιες με των αγγέλων. 

Εδώ, δεν έχει ένα κλωνί, χορτάρι να πατήσεις, 
ούτε παράθυρο ανοιχτό, ρημάδι, λίγο κήπο. 
Δεν έχει δρόμο να διαβείς, πόρτα, ν' ακούσεις χτύπο. 
Εδώ, η σιωπή είν' ανείπωτη, μόνο αφρισμοί κυμάτων.

Εδώ, δεν έχει να χαρείς, ν' αγαπηθείς, δεν έχει! 
Ούτε 'χει μάνα κι αδερφή, κάποιον, να σου μιλήσει. 
Μόνο ακατάληπτες φωνές, μόνο θυμοί και μίση. 
Εδώ, δεν έχει πεθαμό, μόνο πνιγμό έχει, μόνο...



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Oι πεθαμένοι


Μήπως… γνωρίζοντας το ριζικό μου
τα νύχτια σχήματα, πριν γεννηθώ,
στα βάθη φτιάχνανε κάτι δικό μου…
που δυσκολεύομαι να θυμηθώ;

Μήπως… είν' όνειρο, κι οι πεθαμένοι
φτάσαν νυχτιάτικα μέχρις εμέ;
Μην είναι φίλοι μου, αγαπημένοι;
Πόνο λιγότερο δώσε καημέ!!

Μήπως… γι' απόκριση, να περιμένω
κάτι απ’ τον πόνο τους, κάποια κραυγή;
Τη σεπτή σάρκα τους να τήνε ραίνω;
Πλάσματα, oρέγεστε πριν την αυγή;

Μήπως… να βύθιζα στην αγκαλιά τους
κι αδιάφορα να μη σκιαχτώ;
Απ' τα λυσίκομα, μαύρα μαλλιά τους,
να 'φτιαχνα κόμπους μου για φυλαχτό;

Μήπως… στ' απόκρημνα της ειμαρμένης
κι αντί στη θέση τους, βρίσκομ' εγώ;
Μήπως… μολύνθηκα μιας ξεχασμένης
αρρώστιας άγνωστης, γι' αυτό ριγώ;

Μήπως…με στοίχειωσαν αυτά που είδα…;
Νάν' της ξαγρύπνιας μου, τα φοβερά!!
Αχ, και να λύτρωναν στην πρώτη αχτίδα,
βόγκοι και ψίθυροι και πνιγερά!!



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κόκκινο 


Ντυνόσουν με το κόκκινο, να σου ποθούν τα χείλη.
Βιαζόσουν, για ν' αγαπηθείς πριν η καρδιά σβηστεί.
Της παρθενιάς το τίμημα στο καθαρό μαντήλι
το ξόδεψες, χωρίς να δεις τον Έρωτα - ληστή.

Αυτός ο κόσμος δεν χωρά για που 'θελες να παίξεις.
Παράσκυψες να τον διαβείς μα η κλειδωνιά κλειστή.
Συνωστισμοί που προσδοκούν τ' άλικο φως να φέξεις
προσμένουν, για τ' αγγελικό δίχως πτυχές κορμί.

Πληθυντικός το στόμα σου και το χαμόγελό σου.
Ήρθ' ο καιρός και πέταξες με τα φτερά κλειστά.
Παρακαλούσες να μη δεις μπροστά το διάβολό σου.
Που σ' ενοχλούσαν φέγγουνε τα κόκκινα σβηστά.

Πλήθη τ' αφίλητα πενθούν τεφρά τώρα σου χείλη.
Ο νυκταλήτης διάττοντας περνάει και σε θρηνεί. 
Τ' αγγέλου ακούστηκε λυγμός λιγόθυμος στην πύλη. 
Αστράφτει. Γύρω σου βροχή. Σιγή παντοτινή.



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πορεύομαι


γλάρους ακίνητους, καθώς  
τη σύναξη θωρούν, της αθερίνης.  
Την Αίθρα ή την Γαλάτεια  
σε πύρινες ανάμεσα ηλιαχτίδες.  

Την ακύμαντη εμπρός μου Γαλάζια,  
την έμβρυα βαθυκύανη άρμη.  
Ξυλάρμενα και χάλκινα στον όγκο των αφρών  
που σέρνουνε πεισματικοί βοριάδες λαμνοκόποι. 

Της βροχής την αντίλαλη πτώση,  
τους δαίμονες αφρούς δίχως απόχρωση.  
Όσες αγάπησα στο θάμπος του πυρός  
μάγισσες κοσμομάντισσες σε ράχες πολυκύμαντες.  

Την ξέθωρη γραμμή του ορίζοντα,  
τους θύσανους διάφεγγους Διόσκουρους.  
Σκιές στο διάμηκες,  
στο κιάλι της μπαλέστρας.




Εσπεράνσα


Πυρόξανθη, σαν τη φωτιά και σαν τον ήλιο, ξένη,
κοχύλι ψάχνω να κρατεί τα γκρέμια σου μαλλιά.
Λυσίκομη, δεν σε θωρώ στο φως οπού σε ραίνει.
Φασματική, δε σε μπορώ να σ' έχω γι’ αγκαλιά.

Κι αν δε σε γνώρισα ποτέ, κι αν καθαρά δε σ' είδα - 
ως λικνιζόταν το κορμί στο λιγοστό το φως, 
την ώρια έλουζε σκιά μια μαγεμένη αχτίδα,
τόσο, που ποίημα μου 'γινε κι απώτερος σκοπός:

«Tη γνώρισα μια Κυριακή μες στη βροχή 
κι ήθελα τόσο να της πω μια καλησπέρα,
όταν οι στάλες πέφτανε με τον αέρα
και υγραίναν του προσώπου της κάθε πτυχή.

Είχε μι' αρχέγονη ομορφιά το σώμα της,
κισσός πλεγμένος πέφταν τα μαλλιά της,
το κόκκινο στα χείλη είχε το στόμα της
και κάτι από τα σύννεφα η ματιά της.

Πάνω της, κίτρινο φορούσε το φεγγάρι
και σκουλαρίκι έναν αστέρα λαμπερό.
Έμοιαζε κύμα ζωγραφιάς, ανέμου χάρη!
Είχε τον ήλιο περασμένο στο λαιμό.

Είχε πια φύγει όταν με πήρε το σκοτάδι,
με τη βροχή, προς ένα γκρίζο ουρανό.
Μες στα ταξίδια, είναι ο πόνος και το χάδι,
που ακολουθούν σε κάθε τόπο μακρινό».

Μπορώ σε θάλασσα βαθιά, σφοδρά τρικυμισμένη.
Να ζω στην άβυσσο μπορώ με γύρω μου στοιχειά.
Μα δεν μπορώ να σε ξεχάσω, ξένη αγαπημένη.
Απ' έρωτα μου 'χει πληγεί, η δύστυχη καρδιά.




©Γιώργος Ν. Μανέτας


Θαλασσοκόρη


- Φέρνω νυχτέρι, από παλιό Σαντορινιό
και μία μποτίλια μαυροδάφνη από την Κρήτη.
Μέσα σε πήλινο, αρχέγονο απ' τη Χιό,
που 'χε μεθύσει ο Ποσειδών την Αμφιτρίτη.

- Έλα!... Θα σου 'χω ένα τραπέζι προσφορές
κι από φουντάδο, ασημόφτιαχτο δικέλλι.
Τα δισκοπότηρα, μυθώδη απ' τις Αιγές,
που τα 'χε τάξει ο Μακεδόνας στη Νεφέλη.

Την υπνοφόρο μαυροδάφνη σου θ' ανοίξω
που την ανάσα, ξαναδίνει του πνιγμένου.
Και πλάι στο θρόνο του Θανάτου θα τη ρίξω,
τις Ερινύες να μεθώ του αδικημένου.

Και την αυγή, με τις καλόμορφες Νηρηίδες,
θα ταξιδέψουμε μαζί για την Αθήνα.
Καθώς θα φτάνουμε ανοιχτά στις Σκειρωνίδες,
απ' τα βαθιά θα ξαναδείς την Ελευσίνα.

- Μήνες φορτώνω απ' τον Ευφράτη κεχριμπάρι.
Τους πειρατές χτυπώ να φτάσω στη Μελίτη.
Για το Σιπάρ, μάλαμα φέρνω σε πιθάρι,
από ρεσάλτο στη Φοινίκη.

Θα γίνω κάτοικος και σχήμα αυτής της άμμου.
Σημίτης σκλάβος στην κοιλάδα της Νιπούρ,
για να 'βρω διάδημα σμαράγδι της Περγάμου
να σ' το φορέσω στην αρχαία στοά της Ουρ.

Σμίλη προβάρω να χαράξω τον γρανίτη.
Βραχογραφώ την Αμορίτικη μορφή σου.
Και μια βραδιά στο καπηλειό του Ελαμίτη,
μεθώ για πάντα με το νέκταρ της ψυχής σου.




Σχεδία


Σε φως κυανό των αστεριών σε θέλω ν' αντικρύσω.
Σε κάποιο ακύμαντο βυθό να σε συναντηθώ.
Τα δροσερά τα χείλη σου μεμιάς να τα φιλήσω.
Να σ' αγκαλιάσω κι ύστερα για να σε κοιμηθώ.

Ρανίδα ήθελ' απ’ άσωτο σανίδι να με βρέχεις.
Ένα κατάρτι ξεβρασμένο απ' άγριο σου καιρό.
Της αμμουδιάς κόκκος ξανθός σιμά σου για να μ' έχεις.
Άρμη λευκή του αλμόλοιπου με γύρω σου τ' ωχρό. 

Ήθελα εγώ στο πέλαγο λευκό πανί χαμένο.
Βάρκα που ξέσυρε ο καιρός και πήγε την μακριά.
Του ναυαγού που χάθηκε το ντύμα το βρεγμένο.
Βράχος να στέκω αμέριμνος σε κάποια σου ερημιά.

Ήθελ' αγέρας! κι ήθελα του σύννεφου η βροχούλα,
για να φιλιώνω τα γλυκά με τ' αλμυρά νερά.
Του νόστου να 'μαι η φαντεζί του κόλπου σου βαρκούλα.
Ήθελα γλάρος, πάνω σου μ’ ώρια λευκά φτερά.

Έν' ανεμόδαρτο ήθελα να 'μαι σκαρί στο κύμα,
να ταξιδεύω μέσα σου σ' ολόκληρη τη Γη.
Να 'σαι του έρωτα ο καημός και η στόχαση στη ρίμα.
Να 'σαι η δροσιά στου ξύλου μου την αλμυρή πληγή.

Ανάπαψη να μη χαρώ πριν να με κάνεις κύμα.
Πριν να με κάνεις πέλαγο μ' αγέρα και βροχή.
Έλα, του ονείρου Θάλασσα, στολίδι μου στη ρίμα,
με άτι λευκό καλπάζοντας, για να χαρεί η ψυχή.



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Το καράβι 


Η νύχτα αυτή, που της αυγής προβόδισε το ντύμα, 
λούζει με δάκρυα νοτερά της υγρασίας, καράβι: 
Αυτό όπως πλέει μες στην ωχρή λιγόφωτη νεφέλη, 
μοιάζει ταξίδι απόκοσμο να προσδοκά, σε αβύσσους. 

Σε αυτό το ανέγγιχτο πυκνό και αδιόρατο σκοτάδι, 
διασπάει αργά τους μυστικούς και χωροχρόνους κόσμους, 
τόσο, που στ' άφθαρτα σημεία των καταρτιών του πάνω, 
μνήμες - θηλιές και γογγυσμοί, με μυστικά αχερούσια.  

Από τα ξάρτια του γκρεμοί αρχαίων οστέινων κόσμων 
με λίθινες συρτές λαλιές, σαν ψαλμωδία δαιμόνων - 
με αφορεσμών ονόματα κι αναθεμάτων μίση, 
αυτά τα χάη θανάσιμα διαρρήγνυαν, βρίζοντάς τα.

Τη νύχτα αυτή, η ερεβική και μεσονύχτια σκέψη,
στους οδυρμούς της πρόσθεσε τ' αρχαίο αυτό καράβι.
Στ' ανοίγματα και στις οπές του μυστικού της κόσμου,
ψίθυροι - αβάσταχτοι τριγμοί· θροΐσματα υγρανθέμων.



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Σελήνη II


Σαν νύφη κρινοστόλιστη και σαν αμυγδαλιά
μοιάζεις χλωμή σελήνη,
κι άλλοτε με γυμνόστηθη πανώρια κοπελιά,
που το κορμί της γδύνει.

Φαντάζεις έτσι ως σε θωρώ έν' ακριβό πετράδι,
καθώς σε δαχτυλίδι,
μακριά και γύρω από της Γης τ' απόμακρο σκοτάδι,
φανταχτερό στολίδι.

Έλα κι απώθησε σιμά τ' αργυροκέντημά σου,
να καμωθώ στο φως σου,
να πάρω από το κέντημα κι από το κόσμημά σου,
να δω το πρόσωπό σου.

Ω, νύφη, ασημόφτιαχτη και ακριβοθωρούσα,
που 'θελα εγώ κοντά σου,
που 'θελα για να σε ντυθώ εγώ η μαυροφορούσα,
φορώντας τα πλεχτά σου.

Έλα μου, κύκνε αέναε των αργυρών ονείρων,
και γείρε στο κρεβάτι,
να σου γνωρίσω τ' άνθη μου κι απ' την οσμή των μύρων
τα κρίνα, την ελάτη!



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Θυμάσαι…;


Θυμάσαι, γιε μου, τη γιαγιά
που ερχότανε στη σιγαλιά
της νύχτας, να σε πάρει;
Που παραμύθια να σου πει 
της ζήταγες, μικρό παιδί,
με το φεγγάρι;

Θυμάσαι, που με προσμονή
τη νεραϊδίσια της φωνή,
ήθελες μόνο;
Να σου χαϊδεύει τα μαλλιά
και να γιατρεύει με φιλιά,
τον κάθε πόνο;

Τώρα, σε ζήτησε η γιαγιά
και λέει, πως σου χρωστάει φιλιά.
Παράπονο έχει.
Πριν απ' τον κόσμο αυτό χαθεί,
θέλει με σε ν' αγκαλιαστεί.
Πια δεν αντέχει.

Έλα, για λίγο! Θα χαρεί…
Λέει πως το σώμα της βαρύ,
- στερνή φορά της…
Έλα, καμάρι μου κι εσύ,
έλα να πέσουμε μαζί,
στην αγκαλιά της.



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Το όνειρο του τσοπάνη 


Όντας τσοπάνης, με άρεζε να τριγυρνώ στο λόγγο, 
κι απέκει δρόμο διάβαινα ξελύνοντας το φιόγκο
του δισακιού μου κι έβγαζα ξερό ψωμί να φάγω,
για να μπορώ το ισχνό κορμί να σύρω, για να πάγω.

Τρύγιζα μέλι απ’ το πευκί κι απ’ τ’ άγριο το θυμάρι
κι ως το κουβάλαα, καταγής στράγγιζ’ απ’ το ταγάρι
χρυσή κηρήθρα ολόξανθη που φλόγιζε σα πέρα,
τόσο, που ισκιά δεν έβλεπα μέχρι να φτάσ’ η μέρα.

Από το σιάδι του βουνού κι από το καταράχι 
ζύγωνα μέχρι την ακτή, κει που χτυπιούνται οι βράχοι
από μια θάλασσ’ αρμυρή, που βόσκει το κατσίκι,
που θρέφει τα μικρά τα ζα κι ογκώνει τ' αρμυρίκι. 

Σαν τη θωρούσα, μέσαθε με τράβαγε το βάμμα
το γαλανό και βούρκωνα και σπάραζα στο κλάμα
τόσο που, πήγαινα να ειπώ στον σύντεκνο κολίγο, 
να μ’ αρματώσει ένα σκαρί στα πέρατα να φύγω.

(Ίλιγγος μέσα στο τραχύ με πιάνει κι αποστρέφω
κι αποζητώ μια θάλασσα στη ρούγα, κι απαντέχω
ως να 'ρθει η μέρα που θα φέρω διάσημα στο στήθος,
μ’ έναν εξάντα να μετρώ των αστεριών το πλήθος).

Της αρεσκείας μου τα πολλά που θέλησα να ζήσω
δεν πρόκαμα παρά στη γης κονάκι για να στήσω,
κι όσα που δίψασαν πολύ τα μάτια μου να ιδούνε,
μαύρο - καθώς οι κόρες τους το ριζικό πενθούνε.



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Βαρδιάτορες ΙΙ


Στην έρημη απ’ ανθρώπους τούτη θάλασσα

και κάτω απ’ το θερμό του Νότου αγέρι,
νυχτερινοί ψιθυρισμοί εσένα ορίζανε
για ένα ταξίδι - ονειρικό, σ’ άγνωστα μέρη.

Σπαρμένοι κήποι – μαργαρίτες, κάμποι αμάραντοι

κι άνθη πρωτόφαντα στα μάτια, ως ρίμας κρίνα,
δίνουν μιαν αίσθηση γαλήνης – αυλός εύθυμος:
Σε Βαλς, η Οντέτ του Τσαϊκόφσκι, η μπαλαρίνα.

Η σκέψη απάνεμη κι ο νους – ταξίδι στ’ όνειρο

ώσπου, σε ανάμνησης ρωγμή, άρια της Κάλλας
αντιλαλεί μες στης ψυχής σου τα κατάβαθα: 
Ω! “Κάστα Ντίβα” ονειρική, Νόρμα της Σκάλας.

Η γυμνή μάχα του Ντελ Πράδο – γοργόνα ξύλινη,

χρόνια γλυμμένη από του κύματος τη σμίλη, 
όμως, οι ναύτες οι τρυφεροί και οι πιο φιλόστοργοι,
πάντα ξεπλένουν τ’ αρμυρά, ωραία της χείλη. 

Κι ως του μυαλού σειέται το σύμπαν – κυανός ίλιγγος,

κραυγές πνιγμένων ναυαγών – σάπιο μαδέρι..
“Στις βάρδιες πρέπει να ν’ τα μάτια πάντα ορθάνοιχτα"
είπες· κι ακόμη: "Ο καιρός βροχή θα φέρει".



Θάλασσα VI


Είπες, θα 'θελες να γράψω στο μετάξι της αφής σου·
φύκη κι εύοσμα λουλούδια να τα βρίσκουν στη στιγμή.
Αν στον έρωτα δε νιώθουν, κάθισε κι αναρωτήσου.
Στης δικής ψυχής το σκάμμα δεν ταιριάζουν οι λυγμοί.

Πάνω στην υγρήν αφή σου, ήβρα δράκους και τελώνια.

Ήβρα που 'σκιωνεν ο Xάρος με το δρέπανον αψύς.
Έζησα να πω πως, είδα σαν σταυρούς τα χελιδόνια,
τα χλωρά δικά και τ' άνθη πώς απλώνονταν στη γης.

Πά' στο ντύμα του κορμιού σου, πρόκαμα τις πεταλίδες,

των γλαρόπουλων τη γρίνια κει στης άμμου τα ρηχά.
Έζησα να πω, στο κάλμα πώς τρεμόπαιζαν οι αχτίδες
και πώς, τα στοιχειά στο κύμα κράζανε για να βρυχά.

Είπες, κι έκατσα να γράψω για τη θάλασσα του απείρου,

για το σύμπαν του βυθού σου και τα μάκρη τ' αχανή.
Κύτταρο δικό σου, κόρη - θάλασσα μικρή του ονείρου, 
έζησα να πω, πως σ' είδα!! Πριν το γήρας και η θανή...



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Αντιγνωμία 


- Πάει καιρός, που ανάλαφρα την ταξιδεύω. 
Για την ανεύρετη ομορφιά για τ' αφρισμένα χείλη. 
Για τ' όνειρο, της λευτεριάς του μακρινού πελάγου. 
Για τις χαρές, που μου 'δωσε, κι αυτή με τη σιωπή της ...

Το κεντημένο αγάπησα στον ήλιο της φουστάνι. 
Τα θάμνα, τ' αφροστόλιστα και λυγερά μαλλιά της: 
Καθώς διαβαίναν τα πουλιά κι ακούρμαζαν οι γλάροι, 
το φτέρωμά τους χάιδευε με το γαλάζιο χέρι. 

- Αναζητώντας, μέσα μου την τρυφερή φωνή της,
το θέλησα, ταξιδευτή, να βυθιστώ μαζί της. 
Με τη σφοδρή ανατάραξε παλάμη, την ψυχή μου. 
Με θέλησε στα κύματα, σα να 'τανε η καλή μου. 

Με μέθυσε, κάποιαν αυγή με το χαμόγελό της.
Mε το κρασί του αλμόλοιπου με λαχταράει δικό της 
και με γλεντάει στ' ακρόβραχο, εκεί που σπάει το κύμα, 
εκεί μου φτιάχνει γλυκερό το τελευταίο μου σχήμα. 



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Χαράματα


Δώδεκα – τέσσερις· και λες η βάρδια να τελειώσει.
Το 'να σου μάτι κρέμεται στης λήθης το κενό.
Να προσπαθεί τ’ ακοίμητο με τ’ άλλο να φιλιώσει
και να σου κρένει η θάλασσα σε χρόνο αληθινό:

- Κοιτάς; - Νοτιάς θα γύρισε και μου χαλάει τη βλέψη!
- Τ’ ώριο, δικό σου ανάστημα, δεν το 'χα καταγής;
- Τ’ ανέμου η σμίλη λάξεψε μικρόψυχα τη σκέψη
και δεν κρατάει τ’ απόσωσμα, της θύμησης αυτής.

……………………………………….

Νείρεσαι μι’ άγκυρα – σταυρό, με την καδένα σάπια.
Τα κρίματά σου στοίχειωσαν και γίνανε σκουριά.
Τα ψυχοτρόπα σκέφτεσαι μη σου 'φταιξαν τα χάπια.
Βογκάς. Ξυπνάς απότομα κι η ανάσα σου βαριά.

Όμορφο – λες – το πέλαγο, με θάλασσα μπουνάτσα.
Οσμίζεις χώμα, μάραθο και στεριανές αυλές.
(Σκέψη δεν θα 'βρει λεύτερη της προσφυγιάς η ράτσα).
Κάθεσαι. Πίνεις και μεθάς. Οι σκέψεις σου, θολές.

Φουντάγιο. Σκάντζα η βάρδια. Στου σκάπουλου τη διάτα:
– Ξύπνα! – Μα δεν κοιμήθηκα! – Τι κάνεις, από χθες;
"Τις πίκρες και τα βάσανα, στο σπίτι σου παράτα!"
Να τα μουντζώσεις, σκέφτεσαι. Το λες, μα δεν το θες...

II

Στάλαζε, σαν μου μήνυσες τις άγκυρες να πάρω.
Στα σκοτεινά ψηλάφιζα για την επιστροφή.
Το δρόμο οι σπίθες μου 'δειχναν απ’ το μεσαίο φουγάρο
και το λευκό απ’ τ’ απόνερα, σ’ απότομη στροφή. 

Τη θάλασσα που κουβαλώ στους ώμους μου, σ' τη φέρνω.
Βιάστηκες για δε μέτρησες τα κύματα σωστά;
Το 'να μου τ’ άκρο το 'χασα και τ’ άλλο μου το σέρνω.
Τα νύχτια αυτά πτερύγια, μου φαίνονται γνωστά.

Μέρες τα ρέλια προσπαθώ μα δεν μπορώ να φτάσω.
Δεν με θωρείς που πνίγομαι; για δε μ’ αναζητάς;
Οι σκύλοι στήσανε χορό και πρέπει να προφτάσω.
Το μπόι στο καραβόπανο, τι θες και το μετράς;

…………………………………….

Απότομα, κει που ξυπνώ μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
βλέπω χλωμό το φάσμα μου και κάνω το σταυρό.
Ο σκύλος ο θαλασσινός το καύκαλό μου ερεύτη
ή το μυαλό μου απόκανε στις θάλασσες καιρό;

Φίλος ο Θάνατος παλιός μα δεν ποτέ του τάζω.
Κι αν του γελώ, προσέχοντας μη δώσω κι αφορμή…
Νείρομαι πάλι πως κοιτώ το χρώμα το γαλάζιο,
και πως αργώ στου ορίζοντα την άκαμπτη γραμμή.

ΙΙI

Βίρα τις άγκυρες και δες αν πάρθηκαν οι κάβοι.
Το "Γεια σου" μέριασε να πω στερνά του κοριτσιού.
Υγρός καιρός και καταχνιά νοτίσαν το καράβι.
Σ’ ένα κατάρτι φύτρωσε κλωνί κυπαρισσιού. 

Τεφρά τα σύννεφα βαριά μ’ οσμή βροχής που φτάνει.
Μοιρολογεί ένας άνεμος που κλαίει σα να θρηνεί.
Ποιος νοσταλγεί τη θάλασσα τέτοιες στιγμές και ράνει
μ’ αγάπης ροδοπέταλα και με γλυκιά φωνή;

Λυσσάει ο δαίμονας καιρός να φτάσει το κοράκι.
Γλείφει το σίδερο κι ορμά στη μάσκα την πλωριά.
Όνειρο – σκέφτεσαι – καθώς μικρό που 'σουν παιδάκι,
όταν με τρόμο πάλευες του ονείρου τα θεριά.

Πριν το κορμί σου στο βυθό το φάνε τα χταπόδια,
παρακαλείς τον ύψιστο για να σε λυπηθεί.
"Ζαβά καράβια και καιρός μού τσάκισαν τα πόδια".
Προσμένει ο Xάροντας σκοπός για να σε κοιμηθεί. 

Η ώρα πλησιάζει. Ντύνεσαι με το σαβανοπάνι.
Βουτάς στην άρμη που κοντά προσμένουν τα στοιχειά.
Φέρνεις στο νου σου της χαράς το τελευταίο λιμάνι.
Κοιτάς τα βάθη ψάχνοντας μιαν ήσυχη γωνιά.

Ώσπου να φτάσεις, θύσανοι σού στέλνουνε τ’ αντίο.
Χίλια κοχύλια σ’ ακουμπούν σε φύκη μαλακά.
Λες ζωγραφιά πανέμορφη το ηλύσιο αυτό τοπίο.
Έχει “ζωή” το αλλόκοσμο, καίτοι μοναχικά.

..............................................

Φωτός κρουνός ο στοχασμός τα σκότη για να σβήσεις. - 
Κύμα τα δάκρυα του πνιγμένου σπάνε στη στεριά.
“Μην από θάνατο πληγείς ποτέ και μ’ αρρωστήσεις”.
Πώς να σε βρουν, στην άκρατη του ερέβους σιγαλιά;

ΙV

- Πάρ' το δεξιά! Τι με κοιτάς; το πας μπαταρισμένο.
- Οι χίλιοι τόνοι, θα 'γειραν! μα ποιος να υποπτευθεί...;
- Αν δε με βρεις στη γέφυρα, στα χάη θα περιμένω.
- Δεν βλέπεις; Σάπιο απόκαμε και πάει να βυθιστεί.

Έλα, αδερφέ, να σ’ ασπαστώ πριν το στερνό λιμάνι.
- Καταμεσής της θάλασσας, ποιος ήθελε, χαθεί;
- Το καραβόπανο λειψό, και για τους δυο δεν φτάνει.
- Μέσα στα μάτια σου, θωρώ το πέλαγο βαθύ.

- Είν’ ο καιρός αλλόκοτος, κυκλώνει και μας φτάνει!
- Τον δαίμονα, τι πολεμάς με το κορμί σκεβρό;
Τούτο το σώμα που φορείς, σε λίγο θ’ αποθάνει.
- Ξημέρωσε! - Πού 'σαι αδερφέ; (Τον πρόφτασα, νεκρό).

Ένα καράβι γύρω μου, συντρίμμια και κομμάτια…
Δέκα τρελά σκυλόψαρα μες στ’ άλικα νερά.
Κάθε κραυγή, κρατώ σφιχτά τ’ αυτιά μου και τα μάτια.
Δεν ξέρω αν ζω για πέθανα, ή αν είμαι στο παρά.

……………………………….

Τώρα που γύρω μου σιγή, μου λέει πως μετανιώνει.
Πως ο καιρός γαλήνεψε μαζί και τα θεριά.
Φτάνει στ’ αντίκρυ λέγοντας πως μ’ αγαπά. Φιλιώνει.
Κοιτώ τα μάτια της, στερνά να δω κάποια στεριά.

V

Στις ερημιές της θάλασσας, θεριεύει ο νους και βάλλει
κι αναζητεί το βλέμμα σου ν’ αγγίξει τη στεριά.
Κλείνεις τα βλέφαρα, να δεις κάποιο κλωνί που θάλλει,
μα σαν τ’ ανοίγεις, κύματα, θάλασσα κι ερημιά.

Τα βάζει ο νους με το πυκνό και ζοφερό σκοτάδι
και με θυμό αποστρέφεται τον τόπο το γυμνό.
Του ανέμου ο ψίθυρος δηλοί πως φτάνει από τον Άδη.
Στη μοναξιά, το ανείπωτο αδημονείς πρωινό.

Φτάνει· μα είναι η θάλασσα σφοδρά τρικυμισμένη.
Η ανάσα σου, αρμυρή πληγή λαβώνει το γυαλί.
Καιρό να προσδοκάς καλό κι αυτή ως δαιμονισμένη,
να καταριέται αμείλικτα, να κρώζει, να ομιλεί:

"Στην άβυσσο, θα 'χω καιρό καλά να σε θωρώ...
Μαύρη πλερέζα σού κουνώ σημάδι να με φτάσεις!
Σ' όλο τον κόσμο σ' έψαχνα κι ακόμη το μπορώ.
Κάβους δυο χέρια μάτισα, για να μπορείς να πιάσεις".

Μεμιάς ζαρώνει ο μουσαμάς, διπλώνει κι αρχινά...
Σπάζουνε τα σαπόξυλα κι οι σφήνες ξεμακραίνουν.
(Μονολογείς: Τα ναύλα τους πως φταίνε, τα φτηνά...
Πως ίσως αύριο σιωπηλά με τ’ άνθη θα σε ραίνουν).

Η πλώρη αγγίζει σύννεφο και σπάζει στο βυθό.
Γύρω κομμάτια μέταλλα και καύκαλα στολίδια.
Θάλασσα, εγώ που σ’ ήθελα για να σε κοιμηθώ…
τώρα χταπόδια ορέγομαι και του βυθού τα μύδια.

…………………………………….

Άσπρα μαντήλια στο γιαλό που τελικά είναι γλάροι.
Στο κιάλι όσο πλησιάζουνε, μακραίνει κι ο γιαλός.
Που καρτερείς το ανέφικτο, παρηγοριά είν’ οι φάροι.
Παρηγοριά είν’ το σύντριμμα, που ψάχνει ο ναυαγός.

VI

Τ’ άγρια κι απόψε κύματα, διψούν να μας βυθίσουν.
Θαλασσινή μού πρόσταξες μια προσευχή παλιά.
Ωχρή, στης νύχτας το βαθύ ξεχώριζε η μορφή σου
κι άσπρα, θαρρείς πως γίνονταν, τα νύχτια μου μαλλιά.

Σ’ ενός κυμάτου χάιδεμα, μιας άγκυρας ξεσέρνει.
Σ’ ενός ανέμου την ορμή, καράβι μιαν οργιά!
Σπάζει τη μπόμπα την πλωριά και το κουβούσι παίρνει.
Φιλεί τ’ ατσάλι η θάλασσα κι ορμούνε τα θεριά.

(Στεγνό κοχύλι: Πού θα βρω στεριά για να ποδίσω;
- Μην είναι ξόρκι μάγισσας κι απ’ όνειρο κακό;
Πού θα 'βρω πόρτα, για να μπω; γυναίκα, να φιλήσω;
Πατρίδα πού, για να ταφώ σε χώμα μαλακό;) 

Μακάβριος τρόπος να χαθείς και τόπος ν’ αποστάσεις.
- Το θάνατο, πώς να χαρείς στην κοσμοχαλασιά;
Κοιτάζεις γύρω. Μοναξιά. Κρατάς, να μη γελάσεις:
Στο πλάι, δυο σκύλοι σφάζονται για "δίκαιη" μοιρασιά...

......................................

Διψώ στη θάλασσα να ζω και μέσα στις ερμιές της.
Άμα καιρό δεν τη θωρώ μου σβήνεται η χαρά!
Ξαίνω στη ρόκα την ψυχή και γνέθω τις πληγές της.
Ντύνομαι γλάρος και πετώ με τα λευκά φτερά. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μεταστάντες


Κι έφτασ’ η νύχτα του φονιά του Χάροντα βαρκάρη.
Άραγε πώς ακάλεστος στα βιαστικά ζυγώνει, 
που σκιάχτηκαν τα πέλαγα και σιώπησαν τ’ αγέρια
μεσονυχτίς και λούφαξαν του πεπρωμένου οι Μοίρες;

Ωιμέ! οι ναύτες πώς θρηνούν την άχαρη τούτην ώρα!
Τα δίχως σάρκες σώματα στ’ ατσάλια παραδέρνουν 
μπλεγμένα πάνω στ’ άρμενα και στα ναυάγια μέσα.
- Τι δεν ακούγονται οι λυγμοί, απ’ τα πλήθη των πνιγμένων;

Τι το φεγγάρι, σβήστηκε και δεν φωτάει τη ρούγα;
Τι τα ουράνια σώματα δεν κλαίγουνε για κείνους,
ψιλή βροχή δε ραίνουνε να ξεπλυθεί το γαίμα…
- Πώς της βροχής το στάλαγμα να νιώσει ο πεθαμένος;

Μάταια παλεύουν στην ειρκτή, των ναυαγών τα πλήθη.
Έτσι ως ορίζει ο Θάνατος: μες στ’ αναφιλητά τους,
(για κείνο τ’ αναπάντεχο κι ανέτοιμο ταξίδι), 
με την ανάσα του καυτή τρυγάει ψυχές κι αλώνει.  


Από τη συλλογή: Τ’ αβυσσαλέα 




Το νησί


Το ’χω καιρό στο κιάλι μου και σιγοκλαίω σαν γράφω
για τ’ άμοιρο τούτο νησί, το πάντα ορφανεμένο,
το δίχως κάποιον πάνω του να χολοσκάει, να νιώθει
μέχρι, στην πόρτα να γρικάει του μεντεσέ το γρύλο.

Ποιο πεπρωμένο το κρατεί και δεν βυθίζει, αλήθεια,
δίχως χαρές παιδιάτικες και δίχως χαμογέλια,
δίχως στον μόλο να προσμένει τ’ άσπρο, τ’ ασκωμένο
το χέρι, για χαιρετισμό στο πήγαινε, στο καλωσήρθες.

Οι ξενιτιές μην έφταιξαν κι έρμο τώρα φαντάζει
και στέκει μεσοπέλαγα σαν πάντα ορφανεμένο,
δίχως γερόντους, δίχως νιους και δίχως τις κοπέλες
μωρουδιακά ν’ απλώνουνε πού φτάνει ο αγέρας, ο ήλιος.

Τ’ άνθη, τι φύονται στις αυλές κι εύοσμα ολόρθα στέκουν
κι απ’ τους γιαλούς, τι γνέφουνε τ’ αμέτρητα αρμυρίκια
όταν, δεν έχει στο νησί ένα βλέμμα, για να στρέψει.
Όταν, χαμένο σε άμπωτες και σε παλίρροιες, κείται...




Κόσμος 
 

- Στο ταξίδι που κίνησες για τα πέρατα μέρη, 
προσμετράς τ’ όνειρό σου μα σου βγαίνει λειψό. 
- Μες στου νου μου τ’ ασύνορο, αριβάρω έν' αστέρι: 
Στ’ όραμά μου μια θάλασσα που σαν βλέπω διψώ. 

Πεφταστέρι που βύθισες και σε φέρω στο βλέμμα, 
που συλλέγω σ’ ευχές μου κι έχω κάνει σωρό, 
άμα θέλεις, ανάσυρε μ’ ένα γρίπο το γέμα, 
να σας έχω στη ρίμα μου μνήμες σαν ιστορώ. 

- Κάθε λέξη ένας ψίθυρος που φτερώνει στ’ αψήλου. 
Ναυαγοί που σκορπίσατε - δίχως τέλος κι αρχή. 
- Φορώ πάντοτε τ' άχραντο το σκουτί του ναυτίλου, 
προστατεύοντας στ’ άστατα των καιρών μη βραχεί. 

Μύρια τ’ άστρα και τ’ άπειρα, πεφταστέρι. Θυμήσου: 
Αλογάριαστα πόσα σας συλλέγω μ’ ευχές… 
- Έλα! Ξάπλωσε, αγόρι μου. Σε θωπεύω. Κοιμήσου. 
- Μάνα, οι σκέψεις μου ασύνορες κοσμικές προσευχές. 



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Διαθήκη


Παρακαλώ σας: "Ρίξτε με πού λαχταρούσα πάντα.
Πάρετε σώμα και ψυχή και δώστε με σε κείνη.
Εκεί. Στο μεσοπέλαγο που τα μαλλιά της λύνει.
Που 'χει το χάδι τρυφερό και το φιλί της πλέριο.

Ρίξτε με κει, ολάκερο! να νιώθω τη δροσιά της.
Δεν θέλω χώμα, προσευχές και πλάκα ν' αναγράφει:
"Ενθάδε κείται, ο ποιητής… Την τάδε μέρα, ετάφη…"
Ούτε λουλούδια, μάρμαρα και πάνω τους καντήλια.

Σαβανοπάνι ολόσωμο και πλαγιαστή σανίδα·
μόνο, πριν ρίξουν στα νερά, θα 'θελα δυο κουβέντες
όπως σ' εκείνους, της Αργούς τους Οδυσσείς λεβέντες,
που η χάρη της, καιρό κρατεί στην πάναγνη αγκαλιά της.

Παρακαλώ, στην πρόκοσμη να κηδευτεί ο νεκρός μου.
Σε αχαρτογράφητο βυθό και τόπο μυστικό.
Να 'ναι το μνήμα μου ρηχό με κοίλο χρηστικό
ώστε, στον ρόγχο του άμαθου, παρηγοριά εγώ κι έγνοια…"


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η Θάλασσα...

Είν' η δροσιά της πια χωρίς λίγην αγάπη να 'χει.
Θυμώνει αναίτια της ψυχής κι όλο μαζί μου τα 'χει.
Έρημος, τώρα· κι ως παλιά δεν της φιλώ τα χείλη,
λέω: Α να 'ταν ο έρωτας, ν' άνθιζε κάθε Απρίλη.


Ανθολογία Ποιημάτων  "Της θάλασσας" ... 1977 - 1996


©Γιώργος Ν. Μανέτας




Δεύτερο μέρος

Ποιήματα "Της στεριάς" ... 1990 - 1996)  




Ξένε...


όταν τις σκέψεις μου διαβείς, μην βιαστικά περάσεις.
Στου νου μου στάσου την πλαγιά μ' αντικριστές τις λέξεις.
Να δεις πώς γίνεται η σπορά κι αυτή πώς θα καρπίσει.
Πώς θα γενεί της άνοιξης λουλούδι και θ' ανθίσει.

Κι αν θέλεις, πάρε απ' τον καρπό και πάρε απ' το λουλούδι,
μα σαν μοχθήσεις, ξάπλωσε να κοιμηθείς στο λόγκο.
Να σε σκεπάσουν τα ριζά του Μάρτη και τα χόρτα. 
Να σε ξυπνήσουν τα πουλιά στ' Απρίλη το κλινάρι. 

Κι αν θα νιφτείς, μες στ' αυγινό της άνοιξης το δάκρυ,
να καμωθείς στον άφθαρτο της στάλας της καθρέφτη.
(Λούσου του λόγου τ' ακριβό μου τ' άρωμα θυμάρι,
να σ' οσμιστούνε τα στοιχειά και να σε προσπεράσουν.

Κι αν θα τ' ακούσεις να μιλούν μ' αβάσταγους ψιθύρους,
σκέψου, μην είναι δράκοντες που κουβαλά η ψυχή σου.
Μην αναβάλλεις μια στιγμή, δίχως σπουδή μη σπεύσεις.
Των λουλουδιών τα κίτρινα που σέπονται, πεθαίνουν...)


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Το ψέμα


Λες: Η ζωή σου έρημος δίχως χαρά και γέλιο.
Κι ακόμη, έναν άναστρο πως βλέπεις ουρανό.
Θαρρείς πως όλη σου η ζωή κατήφεια και φραγγέλιο.
Πως γιατρικό στον πόνο σου δεν βρίσκεις ικανό.

Δες: Η ζωή μια ρεματιά, που ρέει στην κατηφόρα,
που δίνει όμως τα θαύματα τα δροσερά, σ΄ αυτόν
που δεν νογά λιγόψυχα και δεν λυγά στη μπόρα.
Θέλει, καρδιά! θέλει, ψυχή! Γι' αυτό σου λέω, λοιπόν:

Τρεις δρόμους έχει, κι απ' αυτούς τον έναν θα διαλέξεις.
Εσύ, ποιον θες να πορευτείς, τον ίσια ή τον λοξά;
Ο πρώτος, λούζεται στο φως. Τον άλλον να προσέξεις.
Αν θες τον τρίτο, διάλεξες τον Xάρο γι’ αμαξά.

Δράκους δεν θα 'βρεις ζωντανούς, θεριό να σε φοβίσει.
Αυτό το σύμπαν φτιάχτηκε στη Χάρη ενός Θεού.
Θροεί σαν φύλλο, μα για δες: Μπορεί να σταματήσει;
Δεν είναι βάσανο η ζωή. Το ψέμα, είναι αλλού...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Είναι φορές

Της πριγκίπισσας Σίσυ


Είναι φορές, που αισθάνεται μια ζεστασιά η ψυχή μου.
Κι άλλοτε, πάλι, νιώθει αυτή δίχως χαρά καμιά. 
Μην αρκετά δεν έγιανε κάποια παλιά πληγή μου
κι έτσι αθεράπευτη, έφυγε, προς κάποιαν ερημιά;

Είναι φορές, που αισθάνομαι μετέωρη σ' ένα χάσμα,
που από κει μέσα με καλούν για να το κατεβώ
δικοί και φίλοι μου στενοί, που πέρασαν το φάσμα
όταν ο Xάρος θέριζε με δρέπανο ακριβό.

Είναι φορές, που οι σκιές της νύχτας με κυκλώνουν
και με θρασεία κι αναίτια τη συμπεριφορά,
λένε πως είναι αφίλητες και πως κοντά ζυγώνουν,
διψώντας απ' τ’ αχείλι μου την τοξωτή φορά.

Κι είναι φορές, όπου η χαρά στον κήπο περιμένει,
κι είναι μι' απόλαυση ψυχής κείν' η στιγμή του πώς  
γιατί, στο φως τους νιώθω εγώ η ελπίδα να προσμένει:
Πυγολαμπίδες σπέρνουνε τ' αμάραντό τους φως.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αποσβέσεις

Στις άκρες των χειλιών σου, θάλασσα η αγάπη που με φίλησε


Το βλέμμα εκείνο το στερνό κρατώ για φυλαχτό 
κι έχω τ' αχνάρι - χάδι σου, στο σώμα τιμημένο.
Παίρνω χαρά να καρτερώ και να σε περιμένω.

Κι όπως για σένα ο νους ορά κι ακοίμητος θωρεί
και ταξιδεύει αδιάκοπα στις κορυφές, στα πλάτια,
η νύχτα ισκιώνει μου το νου και μου σφαλά τα μάτια.

Κι έτσι, ως βυθίζει το κορμί στον ύπνο σιωπηλά,
τείνω το χέρι μου, μα δεν αρκεί για να σε φτάσω.
Έρπω το σχήμα μου θολό, το αχνό σου να προφτάσω.

Κι όταν πια φτάνει μου η στιγμή να σ' έχω γι' αγκαλιά,
μοιάζεις στο φως του αυγερινού να μην είσαι που ξέρω. 
(Να μάθεις ήθελα το πώς, κι όσα για σε υποφέρω...)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η παράκληση

Κύριε,

ζητώ για εκείνον, όσο ζω, θάνατος μη προφτάσει.
Πάρτε από μένα όσες φορές πριν να σιωπήσει αυτός.
Ας τρεμοσβήσω εδώ μπροστά σ' αυτό το εικονοστάσι,
σαν του κεριού που αργά – στερνά θα σβήσετε το φως.

Κύριε,

πάρτε από μένα, - όταν ανθός κι απλώστε με στη φύση,
να μπολιαστούν τα ξερικά στης γης την εμπασιά,
ξερολιθιά και δώστε την σ' έναν φτωχό να χτίσει.
Πιο ταπεινό στολίδι σας, σε κάποιαν εκκλησιά.

Κύριε,

θέλω σαν έρθει μου η στιγμή, στο τέλειωμα της μέρας,
που ξαφνικά 'κείν' η χαρά στα μάτια θα σβηστεί,
που θα γκρεμίσουν οι στιγμές σαν διάττοντας αστέρας,
να ραίνει εκείνος τους ανθούς, πού θα 'χω σκορπιστεί.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της ψυχής


Συγγνώμη: Που δε στάθηκα σωστή, να σ' αγαπήσω.
Που δεν ποτέ μου νοιάστηκα τον πόνο το δικό.
Άνθρωπε συ, που δίπλα μου, μπορούσα να φιλήσω
ποτέ μου, δε σ' αντίκρισα με βλέμμα φιλικό.

Συγγνώμη: Που δε φύτεψα στη γλάστρα ένα λουλούδι.
Που των ανθών δε μ' άρεσαν οι μύριες ευωδιές.
Που των πουλιών δεν ήθελα ν' ακούσω το τραγούδι.
Οπού γι' αυτά, δεν έγραψα, να ευφράνω τις καρδιές.

Συγγνώμη: Έρωτα, γιατί δεν ήμουν όσα “πρέπει”.
Γιατί, δεν ήμουν αρκετή να σου δοθώ πιστά.
Κι ενώ, το βλέμμα το δικό μου θα 'πρεπε να βλέπει
εσένα· τ' άλλα κοίταγε, τα ξένα, τα ρευστά.

Συγγνώμη: Θέ μου, που μισώ και δεν μπορώ να γιάνω. 
Που 'ν' η ψυχή μου ακάθαρτη κι η σκέψη μου φαιδρή.
Που κι αν γι' αγάπη μίλησες, τ' αντίθετα εγώ κάνω.
Συγχώρεσέ με, πλάστη μου, που δεν είμ' αρκετή.

Συγγνώμες μύριες σάς ζητώ γιατί δεν ήμουν άξια
να σεβαστώ τον έρωτα, τα δέντρα, τα πουλιά.
Να σεβαστώ τον άνθρωπο, η αμαρτωλή κι ανάξια
ψυχή, που δεν λαχτάρησε σταυρό, μιαν εκκλησιά. 

Συγγνώμη...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η αμαρτωλή


Δε σου 'μεινε φωνή να πεις για τα βουνά, τα δάση,
oύτε χαρά πια σου 'μεινε να τραγουδάς για κείνα.
Σαν να τελειώνει σου η ψυχή, σαν να τελειώνει ο κόσμος.
Μόνο μετάνοια σ' εκκλησιά τώρα για σένα πρέπει.

Μπολιάστηκες έρμη ψυχή στα μάταια των ερώτων
δίχως ποτέ σου να σκεφτείς νερό στους διψασμένους.
Δίχως ποτέ ν' αφουγκραστείς ένα των άλλων δάκρυ.
Δε σ' άφηνε, για να τα δεις, το θάμπος των ματιών σου.

Στα λαμπερά μα πρόσκαιρα της νιότης κείνα χρόνια
τεταραγμένη σύρθηκε στ' ανάσκελα η ψυχή σου.
Ήρθε κι ο χρόνος σ' έντυσε τη νύχτια του ρυτίδα.
Το μαρτυράει το λιγοστό του καντηλιού πια λάδι.

Μαυράγγελοι και Χερουβείμ σε διεκδικούν παρόντα
κι ένας στυγνός σα Χάροντας με τη ρομφαία της δίκης
σου ψιθυρίζει τ' ακριβό του τέλους σου ταξίδι:
Κεκοιμημένη μου αδερφή, ζυγίζω την και φεύγω.

Ψάλλοντας κλαίνε οι άγγελοι δίχως ψυχή στα χέρια,
δίχως πομπή ν' ακολουθεί το λάλον του αρχαγγέλου.
Ένας ανθός μόνο σταυρός, σφοδρός κριτής που ψέλνει:
Των κολασμένων τις ψυχές τις παίρνουν τα τελώνια.

……………………..

Μοίρες κακές με μοίραιναν τη νύχτα που γεννιόμουν
κι ευχή μου δόθηκε στρεβλή να ζω δίχως τον ύπνο.
Όνειρο εγώ δεν γνώρισα, γι' αυτό και δεν θυμάμαι
αν ζωντανή που το 'γραψα, ή τώρα πεθαμένη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το όνειρο


Της Δήμητρας – Λιζέτε


Ήταν μες στ' όνειρο, η αυλή κι όλο το γύρω δάσος.
Για με, το μέλλον φάνταζε δίχως χαρά, καθώς:
«Μέλλειν η κόρη σας διαβεί εις τόπον νεκρανθέμων»,
τη συνεβούλευε, σιγά, τη μάνα μου ο γιατρός.

Γύρω μου γκρέμιζαν βουνά και χάνονταν οι κάμποι
κι έλεγα: Δεν είν' άδικο, που τόσο δα, μικρή...;
Κάτω από πέτρινο σταυρό ήλιος πού θα 'βρει, να 'μπει ;
Πώς να χαρώ μιαν άνοιξη, στ' απόσκιο αυτό, νεκρή;

Γκρίζο, τεφρό είδα το κορμί, τους συγγενείς εμπρός μου.
Το σώμα εκείνο νότιζαν τα δάκρυα κι οι λυγμοί.
Ανατριχίλα, ίδρος πολύς κι αυτός ο εξάγγελός μου:
Κύριε, σ' αυτήν δεν έπρεπε κακό για να συμβεί.

Όνειρο που 'μοιαζε φαιδρό, μα λες και μου συνέβη (…)
Σαν να χαμήλωνε το φως από τον ουρανό.
Μες στον βαθύ τον ύπνο μου, το χέρι αργοσαλεύει.
Ψάχνει. Δεν βρίσκει τίποτα. Το σώμα μου ορφανό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Κίτρινο


Της Δήμητρας - Λιζέτε


Τότε, παιδούλα που ήμουνα κι ο κόσμος μου όσο ο κήπος,
δεν είχα σκέψη για μακριά παρά μονάχα, όσο
τα χέρια φτάναν τα κλαριά, που νόμιζ' από μένα,
ως τρυφερά που τα 'πιανα, μπολιάζονταν κι ανθίζαν.

Θυμάμαι ακόμη τη φορά την πρώτη να τ' αγγίζω
φυλλομετρώντας τ' άπειρα σαρκώδη κείνα φύλλα,
κι ακόμη, πώς η μάνα μου με διόρθωνε στα λάθη:
Καθώς δεν πήγαινα σχολειό, ό,τι ήθελα μετρούσα.

Έτσι, μου φάνταζε όμορφη πως μου 'τυχεν η ζήση 
και πως στα χέρια πάντοτε ό,τι έπιανα θ' ανθούσε
μα, ξαφνικά ρημάξανε στους φράχτες τα λουλούδια.
Σε μία στιγμή κιτρίνισαν, και πέσανε, και πάνε.

Τότε, μου το 'παν σιγανά, πως ήρθεν ο χειμώνας.
Πως τα χλωρά ξεβάφουνε τα πράσινά τους φύλλα.
Μα τα νεκρά που κείτονταν, τα πριν αγαπημένα,
τα ξενυχτούσα η δύστυχη, με απορημένης βλέμμα.

Στην παιδική κείνη ψυχή, μόνο θυμός και πόνος:
“Έτσι γκρεμίζεται η χαρά; Μ' ενός βοριά, τ' αγέρι; 
Τώρα, πριν λίγο γέλαγα, με τ' άλαλα μιλούσα”.
Ακόμη, στ' άγριο φύσημα, μαραίνομαι ως εκείνα…



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Η αναμονή


Σε περιμένω ξάγρυπνη με βλέμμα λυπημένο.
Πίσω από γρίλιες καρτερώ μα φαίνεται δεν θες.
Όσες φορές μ΄ αρνήθηκες, τόσες σε περιμένω.
Σχήμα εγχειρίδιου σε χαρτί ζωγράφιζα προχθές.

Αγάπησέ με μια φορά να σ’ αγαπήσω δέκα.
Για σένα, τ’ άστρα τ’ ουρανού με ψιλοβελονιά.
Φτάνει να νιώσω τη χαρά σαν θα με πεις: "Γυναίκα.
Αργείς. Το τραίνο σφύριξε, για μι’ άλλη γειτονιά. 

Παίζει το μάτι όταν κοιτά σε νυχτωμένο δρόμο.
Σε είδα πάνω σε άλογο δίχως εμέ μπροστά.
Θ’ αποκοιμήθηκα ξανά στης Ιστορίας τον τόμο.
Δράκους δεν έχει πια η ζωή, μηδέ τείχη κλειστά…

Μια πεταλούδα κόκκινη σε παπαρούνα πάνω.
Το εγχειρίδιο στο χαρτί τώρα χαμογελά. 
Σε μονοπάτι απάτητο σε βρίσκω και σε χάνω.
Το σώμα μου, θέλει πληγεί με χείλη σιωπηλά.



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Της αγάπης


Προς τι η έπαρσις σε γη δάνεια και ζωή;


Τα βράδια, πριν να κοιμηθώ και το σταυρό μου κάνω,
παρακαλώ μια Παναγιά που από παιδί την έχω 
πλάι σε καντήλι γυάλινο και δίπλα στο λιβάνι,
να 'χει τον κόσμο αυτόν καλά και τα παιδιά προπάντων.

Πιο πίσω, λίγο αριστερά, με δαγκωμένα χείλη,
με βλοσυρά τα βλέμματα σχεδόν σκοτεινιασμένα,
μες σε καπνούς ευωδιαστούς που δίνει το λιβάνι,
γέροντες άγιοι στέκουνε στον δίπλα εσταυρωμένο.

Ειρηνοφόρο φέρουνε στα βλέμματά των ζέση,
που νιώθω τέτοιαν έκσταση στη μεταφυσική των
τόσο, που στην κατάνυξη του καντηλιού όπως φέγγει,
βλέπω το Θείο σα να 'ρχεται και να με περιβάλλει.

Τότε, νιώθω μιαν αίσθηση χαράς γαληνεμένης
τόση, που λέω την προσευχή στη γλώσσα των Ελλήνων:
«Πάτερ ημών…» κι ύστερ’ αργά τα μάτια μου σαν κλείσουν,
πλήρωση νιώθω από ψυχής, που 'κανα το σταυρό μου.

;ηνίλκ ιλάπ αιδί νητσ ίεθημιοκ οιρύα να ιερέξ ςοιοΠ



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Φάσμα


Τώρα, που δίχως άνοιξη και σύννεφο να βρέξει,
που σπόρος πια δεν έμεινε κι ουδ’ έμεινε καρπός,
τι μου θωπεύεις που κρατά της κόμης μου την πλέξη;
Δείξε μου χώμα κι εύρωστος αν έμειν' ευανθός.

Τώρα που η γη ξεράθηκε και σιώπησεν η φύσις,
που τα πουλιά χαρούμενα δεν κελαηδούνε πια,
τι μου ζητούν τα χείλη σου γλυκά να με φιλήσεις;
Πώς να χαρώ τον έρωτα με πόνο στην καρδιά;

Τώρα που τ’ άνθη μάραναν στην άβρεχτην αυλή μου,
που τα μελίσσια ξέμαθαν τις μύριες ευωδιές,
τι μου μιλούν τα μάτια σου και τάζουν στο κορμί μου;
Δε βλέπεις, πώς απόκαμαν τα μύρτα και οι ροδιές;

Τώρα που ο ήλιος έσβησε και τ’ άστρα σκοτιστήκαν,
που τα ποτάμια σίγησαν κι εκείνη τους η ορμή,
έρωτα, πώς να σου δοθώ που τ' άπαντα χαθήκαν;
Τι μου θωρείς το φάσμα μου και ψάχνεις γι' αφορμή;



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Χλωμός έρωτας 


Γυναίκα η Νύχτα και φορεί τα ενώτια σύθαμπά της
προσμένοντας για να παρθεί μες στις ερμιές του κόσμου
με τον χλωμό της έρωτα, που λένε Λυκαυγές.

Αλίμονό του αν δεν αυτό ταίρι τη νιώσει κι ούτε
μαύρο μαντήλι δεν κρατεί στο καλωσόρισμά της
καθώς εκείνη αδημονεί στην κλίνη της ομίχλης.

Τότε αρχινάει και του θρηνεί και σιγοκλαίει σαν βρέχει
με την ανάσα της βαριά σαν ουρλιαχτό του ανέμου
ξεσπάει σε κείνον με θυμό γυναίκας προδομένης.

Σκούρα Τσιγγάνα που μισεί χιμάει να το ξεκάνει
μα δε που σμίγει γιατί φως λιγόζωο την αγγίζει
τόσο, που χάμω κείτεται το σώμα και σφαδάζει.

«Ποια πλησμονή να νιώσω εγώ και ποια για σένα αγάπη;»
Το Λυκαυγές τη βλαστημάει και διώχνει την να φύγει
δείχνοντάς της την άβυσσο που ζει την κολασμένη.

Τότε του ορθώνει το κορμί και καταριέται σάμπως
όλα μαζί τα επίθετα να ξεχυθήκαν κι όλα
λόγια πρωτάκουστα καθώς στο τέλος μίας αγάπης.



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Ως ομίχλη 


Από παιδί, πώς ήθελα να ζωγραφώ τη φύση.
Να 'χω τ' Απρίλη χρώματα, για να μπορώ τα δέντρα,
για να μπορούν της άνοιξης οι μικροπεταλούδες,
στις μυγδαλιές τις πάλλευκες, ν’ απλώνουν τα φτερά τους.

Ήθελα, να 'μαι ο πλαστουργός. Της φύσης, νομοθέτης.
Να 'χω τα γκρέμια, τις ερμιές, τα ζωντανά για να 'χω.
Έγνοια, να 'χω τις θάλασσες, τ’ αλαργινά ποτάμια.
Να 'χω, βαφτήρι και καμβά. Να 'μαι, της γης ζωγράφος.

Έγνοια δική, το δειλινό. Τ’ αμάραντα λουλούδια.
Όχθες, φαρδιά και πέτρινα να σιάχνω μονοπάτια.
Να 'ρχονται τα πετούμενα, να ξεδιψούν στις κρήνες,
ν' αναριγούν, σαν βλέπουνε του κάμπου παπαρούνες.

Ήθελα, να 'μαι ο πλαστουργός. Της φύσης, νομοθέτης.
Άσβεστος φάρος, κι ήθελα (σαν χθες θαρρώ πως ήταν
που 'θελα η πλάση αυτή δική με τα βουνά, τα δάση…)
να 'μουν, εκείνο το παιδί… να ζωγραφώ, να σβήνω…



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κέρκυρα ΧVΙΙ


Κάθε φορά, στο αντάμωμα της,
μεθώ απ’ την τόσην ομορφιά της
τόσο, που ντρέπομαι να πω…
Σ’ άγνωστους τόπους μύριους πήγα
μα σαν αυτήν… μέτρια και λίγα.
Ίδια, δεν βρήκα ν’ αγαπώ.

Δειλός, μα πάλλεται η ψυχή μου!
Και σαν να σβεί η αναπνοή μου
νιώθω· το στήθος να πονά.
Γνωρίζοντας, το δίχως άλλο,
κείνο του πόθου μου το σάλο,
φροντίζει να το κυβερνά.

Τότε, θυμώνω και με κρίνω 
κι έτσι, χλωμός όπως το κρίνο,
με ασίγαστο αναφιλητό…
Με δίχως μπόι και δίχως σθένος,
καθώς πρωτόβγαλτος, παρθένος,
μεθώ στο παραμιλητό:

«Ωωω! κόρη – Κέρκυρα, γαρντένια!
Της σκέψης μου, παραμυθένια
με κήπους, μύρα κι ευανθούς!
Εσύ, της πλώρης μου Σειρήνα, 
γοργόνα στη δική καρίνα. 
Κοχύλι, απ’ τους ωκεανούς». 

Κι ύστερα, σαν να την αρνιέμαι
κάνω, πως τάχα εγώ ξεχνιέμαι·
στρέφω το βλέμμα μου, γι' αλλού.
Τότε, μου απλώνει τα δυο χέρια
και τόσα μου χαρίζει αστέρια,
όσα 'χει η άμμος, του γιαλού.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Την πατρίδα



Πάντοτε ασάλευτος θωρώ την εύμορφη πατρίδα
κι απ’ την πολλήν αγάπη μου συχνά ξεσπώ σε δάκρυα
σαν βλέπω, εκείνες τις παλιές πια ξέθωρες εικόνες,
που φέρω σαν ανάμνηση για να μην την ξεχάνω.

Κι όπως, τα πέλαγα θωρώ και τις ακτές θαυμάζω,

με τα γοργά τα κύματα τ' ασίγαστα να σπάζουν,
βλέπω πάνω στην έρημο της δροσερής της άμμου,
κάθε τι θαύμα της κι εμέ κάτω απ' τον ίδιον ήλιο.

Και μες στις τόσες, είν’ κι αυτές που 'χουν βουνά, πλατάνια,

που 'χουν νυφιάτικη ομορφιά σαν πασχαλιές του Απρίλη,
τόσο που, καθώς ρεύονται τα μυρωμένα τους άνθη,
τείνω τα χέρια, ο δυστυχής, δήθεν να πιω απ' την κρήνη.

Και είναι κάποιες, θυμικές με λάβαρα και αγίους -

σαν τότε, που ήμουνα παιδί μες σ’ εκκλησιές ταμένος,
που σήκωνα τις φτέρνες μου για ν' ασπαστώ μια εικόνα·
έτσι, κι απόψε, το ζερβό σηκώνω για σταυρό μου

και με τις θύμησες αυτές πέφτω στην ξένη κλίνη

κι αποκοιμιέμαι, με όνειρο πως ξύπνησα στον όρθρο,
μες σε αγκαλιές και σε φιλιά, μες σε ασπασμούς και γέλια:
Σαν έτσι, αδιάκοπα θωρώ μα δεν ποτέ τη φτάνω...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Χωρίς Γη


Με καράβι στοιχειωμένο ταξιδεύουμε και πάμε
μέσα σε άγνωστα πελάγη ξένου κόσμου αλαργινού,
με δυσδιάκριτη σημαία σ’ άλλα σύμπαντα περνάμε
αγναντεύοντας τ’ αστέρια κάποιου αλλοτινού ουρανού.

Διάσπαρτα νησιά και τόπους διερευνούμε στο σκοτάδι 
δίχως να γνωρίζουμε άλλο παρά η τύχη πού μας πάει,
κι όσο βέβαια θέλει ακόμη της ψυχής μας το ένθεο λάδι,
ζωντανούς για να μας έχει και να μας φεγγοβολάει. 

Πίσω η Γη σκούρα φαντάζει καθώς σβήστηκε για πάντα
κι ήταν η έπαρση του ανθρώπου που μας έφερε ως εδώ,
να γυρεύουμε άλλους τόπους το έτος δύο χιλιάδες τριάντα
δίχως μι' άνοιξη με τ’ άνθη που χαιρόμουν να μαδώ.

Δίχως θάλασσες και κάμπους και χωρίς πια την πατρίδα
θα 'ναι ανώφελο ταξίδι κι η χαρά μας λιγοστή,
δίχως συγγενείς κι αδέρφια πώς μη νιώσεις αν η ελπίδα
μέσα στις καρδιές δεν θέλει να τσακίσει σαν κλωστή.

Όλα μάταια μας φαντάζουν κι έτσι που ο καιρός περνάει
μόνη θύμηση και εικόνα, της ιαχής ο αλαλαγμός...
Δίχως ήλιο, δίχως τόπο, δίχως πού η χαρά σκορπάει:
Ευτυχής όποιος δεν είδε πώς της Γης ήρθ' ο χαμός.

..............................................................

Κι έτσι πια λίγοι και μόνοι σ’ έναν άγνωστο κινούμε
κόσμο, αταίριαστο στα μάτια τα δικά μας, θλιβερό,
και στο ατέρμονο ταξίδι βάρδια τ’ άπειρο ερευνούμε
λάμνοντας, μ’ ένα καράβι ρημαγμένο απ’ τον καιρό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Άλλη δε θέλω


Άλλο δε θέλω, από να ζω μες στ' αφρισμένα της μαλλιά,
τα πότε αγριεμένα,
κι άλλοτε μέσα στα νερά που με γεμίζουνε χαρά,
τα ήρεμ' αφημένα.

Άλλη δε θέλησα, γιατί όσες κι αν έζησα πολύ,
αυτή μου εστάθη,
κι όπως με θέλησε κι αυτή, έτσι τη θέλησα, γιατί
δεν είχε λάθη.

Άλλη μπορούσα ν' αγαπώ, όμως αυτή σκέφτομ' εγώ,
αυτή και μόνο.
Αυτή μου γέμισε χαρά την πληγωμένη μου καρδιά,
αυτή στον πόνο.

Άλλη δεν ξέρω, όπως αυτή, κι άμα το θέλησε κι αυτή
πληγή να γίνει...
πριν προς στο θάνατο σπρωχτώ, θα θέλω να την αγαπώ,
όσο κι εκείνη.

Άλλο δε θέλω, από να πω: Πως όταν μέσα μου ποθώ,
να 'μαι κοντά της,
πόσο το θέλω να πονώ, γι αυτό και τήνε στιχουργώ,
ζώντας μακριά της...




Άλιος γέρων


Ας υποθέσουμε

Πως ο ήλιος εξώθησε, ή γκρεμίστηκε, πέρα!
- Τι μικροί θα φαινόμασταν των εκείνων στιγμών...
Των αστέρων που θα 'σβηνε, η πολύφωτη βέρα,
θα θρηνούσε στα δάχτυλα των λαμπρών ποιητών.

Πως η νύχτα ξεχάστηκε, πως λησμόνησε η μέρα.
Πως η φύσις αντέδρασε σε μια κάποια πληγή.
Πως οι κόρες γεννήθηκαν σε μιαν άκαρπη σφαίρα.
Πως τα δέντρα μαράθηκαν μες στην άνυδρη γη.

Ας υποθέσουμε

Πως τα σπίτια μας πέσανε, πως οι γιοι μας πεθάναν.
Πως αυτοί που γνωρίζαμε δεν υπάρχουνε πια.
Ίσως, κάποιοι, που θα 'μεναν, να ρωτούσαν: "Τι κάναν;
Δείξατε μας, της έπαρσης την παλιά τη γενιά".

Πως κι εκείνοι, πεθάνανε. Πως πρωτόζωα ξανάρθαν.
Πως ο ήλιος, λαμπρότερα θα σκορπούσε στη Γη.
Μα... τα μίση, τα πάθη μας, - φονικά που ματάρθαν -
έτσι, αέναα θα σκότιζαν πάλι αυτή τη ζωή...

Ας υποθέσουμε

Πως εσένα, που αγάπησα, να μη θέλουν να υπάρχεις.
Πως οι λέξεις πια στέρεψαν κι ίσως, ίσως κι εσύ.
Όμως, πάντοτε, Θάλασσα, την αγάπη μου θα 'χεις,
κι ως τους ύστερους στίχους μου, θα σε πλέχω χρυσή.




Ανεπίδοτο


Μες στην αυγή και ξύπνησα μα δεν ήσουν στην κλίνη...
Τώρα που η άνοιξις ανθεί
πες μου, ποιος θέλει να πενθεί,
τον έρωτα, όπως φθίνει...

Βγήκα στους δρόμους να σε βρω κι ανάγυρα την κτίση.
Τώρα που οι σκέψεις – συμφορά,
ψάχνω να δω πού 'ναι η χαρά,
σε Ανατολή και Δύση.

Ευχή δική μου η άνοιξη λουλούδια να σε ραίνει.
Τώρα που η όξινη βροχή...
που έμεινε πια μια εποχή…
που ό,τι αγαπάς, πεθαίνει...

Τότε που σκέφτηκα να ζω μ' όσα η ζωή μου δίνει.
Κι έτσι… όπως σκότισε μεμιάς...
ήρθε η στιγμή της ερημιάς:
Σταυρός και κομποσκοίνι. 

Στράφηκα – μάρτυς μου ο Θεός στη συμφορά μου τούτη.
Τώρα σε εικόνα του κελιού,
κάνω το σχέδιο του σταυρού:
Αυτά είναι μου τα πλούτη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άλλως


Σαν να λιγόστεψαν, απόψε
τ' άστρα, τα σύμπαντα και η γης.
Σαν να λιγόστεψε και η φύση
στο αιθαλικό φως της αυγής.

Οι θάλασσες και τα ποτάμια.
Τα πορφυρά τα δειλινά
σαν να λιγόστεψαν, κι εκείνα
τ' απλά, τα καθημερινά.

Τα γιασεμιά, τ' άλικα ρόδα.
Το χρώμα εκείνο τ’ ουρανού.
Σαν όλα, κάπως ν’ απογίναν
βορά του κόσμου, τ’ αλλουνού.

Σάμπως η πίστη μας, να εχάθη.
Άλλως η κτίσις, να πενθεί
με δίχως μύρτα κι ανθομύρα·
Με ασφόδελους και νηπενθή.

Σαν να λιγόστεψε, η αγάπη...
Σαν να βυθίσαμε, μεμιάς...
Σαν να φροντίσαμε, οι ζωές μας
κι αυτές, βορά της ερημιάς…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


O ποιητής

Κι όμως...

το πέρασμά του από τον κόσμο,
οσμή από μέντα κι από δυόσμο.
Ψυχή; Καθρέπτης!
Οι πράξεις, όλες του είχαν ρότα,
ανθόνερο έσταζαν - ιδρώτα.
Δεν ήταν ψεύτης.

Αν άνθρωπο, έβλεπε με πόνο,
σ' εκείνον έτρεχε, και μόνο
για να φροντίσει.
Κι αν έβρισκε, λάθος πυξίδα ...
πάλευε, την ψυχή - πλεξίδα,
για να 'βρει λύση.

Κι όμως,

τ' ανθρώπινο λίκνο, π' αλλάζει,
που 'καμε την ψυχή να μοιάζει
σε βάρος - χρήμα,
στενάχωρα έπεσε του ανθρώπου -
δείτε την όψη του προσώπου ...
κάτω απ' τη ρίμα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Τρίτο μέρος: Ανθολόγιο

Ποιήματα "Τα εξ αφορμής - πάρεργα" 20ο9 - 2014)  

(Από τα «Εν όλω» Δυστοπικά) 👇🏾
https://georgemanetasexaformis.wordpress.com/2005/03/14/5/



Ζυγός


Η γλώσσα του ηθικού και ενάρετου λογοτέχνη,
είθισται δομημένη με υλικά συγκροτήσεως πεπαιδευμένα
και ικανά να υπηρετούν την τέχνη του με συνέπεια ωρολογοποιού. 
Αυτονόητον, δε, να εικονίζει την εποχή του ουσιώνοντάς την με μεθόδους μηνυματικούς και νοηματικούς. Να αντιτάσσεται, στην εξελικτική της εποχής του παθητικότητα.

Ο ορθός της εκτιμήσεως λόγος του, ευπρόσδεκτος είναι,
και όταν αληθώς δίδεται, παρήγορος είναι.
Αυτός, ο ηθικός και ενάρετος, είναι ο της ευθύνης συμμετοχικός 
και πρέπει υποταγμένος, χάριν της τέχνης του, να ικανώνει τον άνθρωπο αιτιολογώντας του τα αναιτιολόγητα της υπάρξεώς του παρένθετα...

Ο κοινωνός αυτός  Άνθρωπος, είναι ο της προγονικής νοήσεως πρόδρομος ικανός, και ως ζυγοστάτης των λέξεων πρωτουργός, άρχει, ζυγίζοντάς μας
καιρούς αμελείς και ανερμήνευτους… 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Δικανικός λόγος


Τους κατ’ εξακολούθησιν σεσημασμένους και δη
τους κατά συρροήν ποιητές, να μην τους εμπιστεύεστε,
διότι αυτοί φέρουν αυτοβούλως το θάρρος της γνώμης των…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αποδημίες


- Ακαθόριστα μ' είδες σ' έναν άγνωστο τόπο
στοιχειωμένη και γύρω να με ζώνει ερημιά.
Μη ματώνεις για μένα καταβάλλοντας κόπο.
Τα δικά μου τα χείλη δίχως γεύση καμιά.

- Κρίνου χρώμα χλωμό να σε φέγγει με χάρη.
Προσπαθώ να σε φτάσω μα τα χέρια λειψά.
- Τι 'ναι κείνο που κρώζει την ψυχή για να πάρει;
- Μην ο δαίμονας – γύπας το κορμί που διψά;

Μην ο γρίφος – τριγμός πως μια ρίζα ζυγώνει;
Μην της σάρκας εκείνο που σου τρώει τη θωριά;
- Σ' ακατάληπτη γλώσσα μου μιλάς που ματώνει.
Βρίθω αρρίζωτη χώμα σε κενό μιαν oργιά.

Ύπνος θα 'ναι που φόβος ξαφνικός μ' ένα δάκρυ.
- Γείρε στ' άλλο πλευρό σου μα διπλώσου σιγά.
- Το μνημούρι στενό και μπερδεύω ποιαν άκρη.
- Να προσέχεις! – Ποιον πρέπει; – Την ψυχή που λυγά.

- Δεν το σώμα δειλό κι η ψυχή που φοβάται.
Δεν η ζέστη, το κρύο κι όσα που 'χω πληγεί.
( Ό,τι κι όσα χρωστώ, καταγής ποιος θυμάται;)
Είν' η πίκρα που νιώθω, στη δική – ξένη γη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κύριε…


παρακαλώ για μιαν ευχή, σ' ό,τι κακό μας βρήκε…
κι αν σας ζητώ, τη λύπη σας στον πόνο που μου βγήκε,
είναι γιατί, στη χώρα μου, οι κυνοβουλευτάδες
απαρνηθήκαν τον αγρό και γίνανε λεφτάδες.

Της διαβολής οι ακίδες τους, στου δαίμονα τα βέλη.
Δεν μεσουράνησαν ποτέ, της πονηριάς οι αγγέλοι.

Παρακαλώ, προσέξετε το γλυκομίλημά τους,
τ' απόμακρο, το σκοτεινό κείνο τ' ανάβλεμμά τους.
Δεν είναι κρίμα μου η σοδειά, άπιαστη πάντα να 'ναι;
Δούλεψα! ξενοδούλεψα, μα τα παιδιά πεινάνε.

Βγήκανε φίδια και σκορπιοί, μα θα 'ν' μόνο για λίγο.
Γράψε· του κλέψαν τη σοδειά, τ' αμπέλι από τον τρύγο.

Γι’ αυτό και μόνο σας ζητώ, μην λυπηθείτε, διόλου!
Τα βδελυρά, τ’ ακάθαρτα, στην εύνοια του διαβόλου.
Σφαλίστε μόν' τα μάτια μου, τ' ανάξιο τούτο στόμα,
κι όσα που γράφτηκαν εδώ, ας παν όλα στο χώμα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Χωρίς Γη ΙΙ

Ελλάς


Κάθε σαν θάλασσα με πλήττεις, τίποτα.
Ίσως για σένα να μιλώ δεν είχα.
Απ’ όσα ψέλλισες καλύτερα τ’ ανείπωτα.
Ότι μ’ αρνήθηκες σεβάστηκα κι απείχα.

Για σένα πλήθυνα της θάλασσας τα ονόματα.
Στους λογισμούς μου ακρόπρωρο είχα σένα:
Στοιχειό που πάλευε σ’ ενός καμβά τα χρώματα,
κινώντας στ’ άγρια τα νερά πέρα στα ξένα.

Μύρα σου στέλνω απ’ τ’ αστρικά κι άνθη μαγιάτικα
κι ό,τι από τ’ άλλα ξενικά τ’ άγνωστου κόσμου
που, σ’ τα συνάζω τα πρωινά τα κυριακάτικα,
να τ’ αναδεύεις πλέρια στ’ άρωμα του δυόσμου.

Για σένα μίσεψα στ’ ανέβαθα του σύμπαντος,
– άλλοτε δίχως να μπορώ να σ’ ανταμώσω –
κι έτσι που χρόνια καρτερώ σ’ έν’ άστρο ακύμαντος
εύχομαι ρίζα να γενώ και να ριζώσω.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κρατοπτρισμοί


Απ' το κρεβάτι αντικριστά και πάνω απ' το τραπέζι,
έναν καθρέπτη έχω παλιό δαρμένο απ' τον καιρό
που όταν νυχτώνει, μια γοργόνα βλέπω να μου γνέφει,
να μου ζητάει να βυθιστώ μαζί της, στο νερό.

Ακόμη, βλέπω ένα παλιό παράταιρο καράβι
με τα φανάρια του σβηστά και τα πανιά σκισμένα,
και κάποιον ναύτη αθώρητο στη νύχτα, να μου γνέφει
για να του φέξω τα ίσαλα, μην είναι σαπισμένα.

Ακόμη, ψίθυρους ακούω στο μένος των ανέμων
με ανούσιες ρίμες μυστικές και χθόνια κοσμημένες,
τόσο, που τις αισθήσεις μου μην χαρωπά ξυπνάνε,
δεσμεύοντας των νυσταγμών συνήθειες ειλημμένες.

Κι ακόμη, εσένα βλέπω εκεί φανταστικέ αναγνώστη,
κρυφά στο μισοσκόταδο τον πόνο να ξεχνάς
γελώντας, συμ-βουλευτικά κι ευέξαπτα να γνέφεις…
πως το δικό σου βάσανο, δεν φεύγει όταν γελάς.

……………………………………………..

Πάνε τρεις νύχτες που ξυπνώ σε κείνο τον καθρέφτη
κι αφυπνισμένα βλέπω εκεί δυο μάτια να κοιτούν,
τόσο καχύποπτα θαρρώ που με περνάω για κλέφτη,
μα λέω μη δώσω κι αφορμή, για εμένα να ντραπούν.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κύριε...


εμείς οι καλοκάγαθοι, 
ευλαβείς δούλοι σου, 
Σε χαιρετούμε.
Πανάγιο βρέφος, φέτος 
δεν κάναμε πολέμους
μηδέ ασεβείς και ανειλικρινείς 
ήμασταν.
Από τ’ ασημόφτιαχτα και χρυσοποίκιλτα
της εικόνας Σου, δεν κερδίσαμε,
μηδέ των Αγίων τα λάβαρα 
περιφέραμε άσκοπα 
και με δόλο.

Μάθαμε, Κύριε, καταλάβαμε
και ρητά ακολουθήσαμε.
Άξιοι πια είμαστε
χωρίς έπαρση και μωρία,
χωρίς φθόνο, χωρίς πρόθεση.

Κύριε… χορτάσαμε! 
Των οφθαλμών μας η πείνα,
προσπέρασε!

Μη σκιάζεσαι, για εμάς.
Αργότερα, κατά την άνοιξη,
θα Σε σταυρώσουμε.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της Ξενιτιάς ΙΙΙ


Το λένε τ’ αχαμνά νερά της θάλασσας, τα στέρφα,
το διαλαλούνε τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους,
το λένε τ' άστρα τ’ ουρανού και το χλωμό φεγγάρι:
Χαρά δεν έχει η ξενιτιά, δεν έχει παρηγόρια.

Το λένε στ' άπταιστα οι μικρές του κάμπου πεταλούδες,
του ανέμου οι ψάλτες διαλαλούν στ' ανάμεσα κλωνάρια,
το κράζουνε, κει που ξεσπούν οι γλώσσες των κυμάτων:
Να μην τολμήσεις ξενιτιά, μ' ασταύρωτο το στέρνο.

Τα χαμομήλια της πλαγιάς το μολογούν στα σπάρτα,
το λένε τ' άγρια τα θεριά στα γκρέμια και στα βύθια,
το λεν οι αοιδοί της Κέρκυρας σε μοιρολόι αρχαίο:
Σαν θες να πας στην ξενιτιά, μαύρη να βρω πλερέζα

καθώς, δεν έχει εκεί χαρά, δεν έχει ν' αποστάσεις,
ίσκιο δεν έχει απ' αγριλιά και χώμα να πλαγιάσεις.
Με δίχως μύρτους, γιασεμιά, πώς η ψυχή σου, πλέρια;
Πώς σαν πεθάνεις, ξενικό θα σε δεχτούν τ' αστέρια;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Έκτακτο


Ελάτε, σκέψη και ψυχή και κρίνετε σαν δείτε
και πείτε, με χελιδονιού κελάηδισμα – φωνή:
«Φέρνω σε σπόρο μι' άνοιξη για ν' αναγεννηθείτε,
για να μπολιάσω την ξερή τη γη που 'ναι γυμνή».

Ελάτε, σκέψη και ψυχή και φέρτε την ελπίδα, -
και φέρτε της τα χρώματα του νόστου τ' αυγινά
αυτά, οπού στερήθηκε μες στη δική πατρίδα,
ο γέροντας, που τη θρηνεί και θέλει τα, πριν να…

Έλα, κορμί, έλα ψυχή και σκέψη μου για κείνη,
εκείνη που τη μόλεψαν μια νύχτα τα χτικιά,
και δώστε της λίγο να πιει νεράκι από την κρήνη,
να ξαπλωθεί το σώμα της στου πεύκου την ισκιά.

Μόνο, μην πιάσεις πράσινο και μολυνθείς ψυχή μου.
Μην πάθεις Δένδια, σκέψη μου και πάψεις, λογική.
Φοβάμαι μη στ' απόσκιο τους και ξεχαστείς κορμί μου,
για δεν θα βρούνε κόκαλο, να κλάψουν κι οι δικοί…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η Βαρκούλα


Δίχως κατάρτι και πανί, κι απ' άγκυρα πιασμένη,
πού πας βαρκούλα στο βαθύ το πέλαγο χαμένη;
Εδώ 'χει κύματα – θεριά, ψηλώνουν και σ' αρπάνε!
Μήπως, γι’ αλλού ξεκίνησες κι αλλού κείνα σε πάνε;

Εδώ, δεν έχει ρεμβασμό και στοχασμό για τ' άστρα!
Μηδέ λουλούδια μ' ευανθούς θα δεις ποτέ και γλάστρα.
Δεν έχει φάρου αναλαμπή και στίγμα να σε βρούνε.
Μόνο στοιχειά και δαίμονες της Δύσης εδώ ζούνε.

Εδώ, δεν θα 'βρεις τα ζεστά τ' ανθρώπινα τα χάδια.
Τα κυβερνάει μια θάλασσα που 'ν' η καρδιά της άδεια.
Είν' ο Βορράς, κακότροπος! Όλο φυσάει και βρέχει.
Την 'Αγια εκείνη των νεκρών των ναυτικών, δεν έχει!

Έλα! κουράγιο ελλήνισα βαρκούλα, θα σ' αδράξω.
Θα καθαρίσω το σκαρί και τη ζημιά θα φτιάξω.
Το μπλε θα στρώσω στη στιγμή και κείνο το λευκό σου.
Λευκό και κείνο της ντροπής το μαύρο, ριζικό σου…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Επίκληση ΙΙ


Το μπλε, πάντα τ' αγαπούσα: Γιατί μοιάζει της θαλάσσης,
γιατί μοιάζει στο Γαλάζιο χρώμα εκείνο τ' ουρανού.
Γιατί στη φωτιά κι ακόμη: Ήθελές το να γεράσεις,
για να καταλάβεις λάθος - φλόγα σού 'καιγε το νου.

Δεν το κόκκινο το χρώμα. Δεν το μαύρο, της αβύσσου.
Δεν το πράσινο, - κι ας μ' έχει τούτο κάνει να πονώ.
Έλα μου στην κλίνη πάνω Θάνατε τώρα κι ευχήσου,
να μη ματαδώ άλλο δείλι, να μη ματαδώ πρωινό.

Δεν η φρίκη της κολάσεως, που αποστρέφω το κεφάλι.
Δεν του πόλεμου το μένος που με κάνει να ριγώ.
Είναι των πολιτικών η αναίδεια που τη σκέψη μου προσβάλλει,
που φοβάμαι, ξενυχτώντας - μήπως στ' όνειρο πνιγώ. 

Σαν θα ξημερώσω κι αύριο, εύσπλαχνε θέ μου - πατέρα,
συ που λογαριάζεις πάντα τούς που πάτησαν στη Γη,
κάμε τούς δοτούς να φύγουν, να σκορπίσουν στον αέρα
γιατί, το ποθεί η ψυχή μου! κι η καρδιά μου, αναριγεί...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Έπεα πτερόεντα


Ελλάς VII


Σαν φτερό που τ’ απέκοψαν και η βροχή παρασέρνει,
που βουλιάζει, όταν άνεμος στο βυθό παραδέρνει,
που παλεύει με τ’ άγνωστα καιρικά για να υπάρξει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Και ζητεί να τ’ αλλάξει,

μα… δεν εύκολο διόλου! Στην αδιάκοπη πάλη,
στον αγίνωτο κόσμο του, που τον νου του προσβάλλει, 
που ο ποιμήν άρχει δύστροπα και το ερίφι σφαδάζει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Σαν την κάργια που κράζει,

πλήθος γύρω του κήνσορες στων Βουλών τ’ άγριο δώμα – 
δοτά πένθιμα κύμβαλα δίχως κοίλον, κι ακόμα
σαν ο αοιδός σε πανήγυρη – ως εν εύηχος σκύλος, 
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Φανερά και προδήλως,

σαν τη σκλήθρα την ξύλινη (κι όλα τ’ άλλα πιο πάνω)
παρασύρθηκες, μάτια μου. Σαν καράβι που χάνω,
που βουλιάζει, όταν άνεμος πέρ’ αδιάκοπα σέρνει…
Έτσι, αδιάκοπα βάλλεσαι κι ο καιρός παρασέρνει...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ουράνιο τόξο


Και ύστερα, τίποτα.
Το πάθος, έγειρε και ξάπλωσε 
στην άκρη της λήγουσας.
Αυτή, σιώπησε.
Πήρε κουβέρτα το θυμωμένο της βλέμμα
και το σκέπασε.
Με σεντόνι της τους εφιάλτες,
διπλώθηκε έμβρυο 
με την ελπίδα μιας αναγέννησης.

Το πρόσωπό της, ήρεμο τώρα.
Και το χαμόγελό της, είχε μία προοπτική.
Μόνο για μια στιγμή έδειξε πόνο,
για λίγο.
Μετά, ατένισε με σιγουριά το μέλλον 
μίας ονειρικής πραγματικότητας.
Ελεύθερη από δεσμεύσεις, 
ανέβηκε στο αγαπημένο ουράνιο τόξο της
κι αφέθηκε να κυλήσει ως τα έγκατά του.
Να βρει τους θησαυρούς που από παιδί έψαχνε
και που της έλεγαν οι μεγάλοι.

Το πρωί, ήταν όλοι εκεί, στα μπαλκόνια τους, – 
οι πάντα αδιάψευστοι μάρτυρες στις καταπτώσεις 
των αυτοχείρων αγγέλων.

Αργότερα, την έπαιρναν με τ’ ασθενοφόρο.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


“Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι”

Κωστή Παλαμά:

Το σπίτι που γεννήθηκα, θα πέσει να πλακώσει,
γιατί δεν είχα που χρωστώ της τράπεζας τη δόση.
Μηδέ και πόρτα μ' άφησαν, τοίχο, μπογιά κι ακόμα
το μαλακό του κήπου μου κατάσχεσαν το χώμα.

Κάθε λουλούδι π' αγαπώ, κάθε του κήπου γλάστρα.
Δεν πήραν μόνο την ψυχή και των ματιών μου τ' άστρα.
Μια πέργκολα, που 'χα λειψή, την πήρανε κι εκείνη.
Οι στοχασμοί κι οι σκέψεις μου, σκιές που 'χουν ξεμείνει.

Ακόμη, πήραν τη χαρά, μου πήραν την ανάσα.
Τέσσερα βάλαν στον νεκρό χερούλια, αντί κάσα.
Θυμάστε, κείνο το μικρό τ’ αξήγητο κοράσι;
Το 'χα κι εγώ στον κήπο μου, μα πήραν το στα δάση

γιατί, με δίχως ΑΦΜ, δεν είχε να δηλώσει.
Χωρίς κλειδάριθμο θαρρώ, θα το 'χουνε σκοτώσει.
Παρακαλώ σας, Παλαμά, πείτε μου, τι μου μένει;
Το σπίτι που γεννήθηκα, να το πατούν οι ξένοι…;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το Ψεύδος


Σκοτεινή σαρανταετία, 1974 – 2014 (–)
Η στυγνή δικτατορία των “Δημοκρατών”

Αναθέματα

Θέμα αναθέματος: Το κυνοβουλευτικόν ψεύδος .

Ηγεμών εγώ και μέγας άρχων αρχαίος της τάξης της αβύσσου δεύτερος 
και Ιούδας εγώ της φυλής της πρώτης των ανθρώπων 
κατοίκησα στο θηρίο των στομάτων εκείνων βδέλλα 
και αφαίμαξα και μετάγγισα έως των επιγόνων τα σίελα 
ψεύδη εξ αίματος ικανά να διαφέρουν της αληθείας, ένα:

Των πολέμων θυμός εγώ τροφός και στέφανος των κενοδόξων βασιλέων 
της Γης, έστρεψα τους αυτούς ανεντίμους εις φιλαργυρία – πορνεία – φαυλότητα και διαστροφή και αφού φύτεψα το σπόρο της ατιμωρησίας, θέρισα με το δρέπανο της συντελείας διότι τα φρονήματα των αμαρτιών πολλαπλάσια των αναμενομένων ήσαν, τα δε της ηθικής κατάντιας και εξαθλίωσης κέρδη, απροσμέτρητα και πέραν κάθε προσδοκίας.

Για τα παραπάνω της απρεπείας αναίσχυντα, τα μέγιστα ευχαριστώ και ιδιαιτέρως στρέφω τόσο προς τους την φαυλότητα υπανθρώπους διψασμένους για εξουσία, που από τα νερά των πηγών της ανομίας μου ξεδίψασαν τελώντας καθήκοντα ψεύδους, όσο και τους μυήσαντες την ιδιοτέλεια και πάσα άλλη διαβολή και απάτη, ισόθεους προς εμέ, ασεβείς.


Το Ψεύδος 


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Όποιος θέλει να νιώσει ευτυχής, 
μη νιώσει τώρα…


Τ' αγάλματα Χλωμά, αποστεωμένα.
Η πολιτεία, βυθός
με σπασμένο μπούσουλα,
με τσακισμένη κερκόπορτα…

Κοιμωμένη σε βρήκα,
φιμωμένη και αιμορραγούσα,
βασκαμένη, πικρόθυμη,
αφημένη στις ορέξεις των…

Ντύσου!
Βάλε τις δάφνες και τα στέφανα,
και τα διαδήματα…

Νεράιδα,
παντοδότειρα…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του κοπρίτου του δεύτερου


Δύσκολα χρόνια,
εγκυμονούν ερπύστριες
και δημοσιογράφοι,
ρουχολόγοι
και ζωδιομάντες,
μαγειροκόμοι
τηλεχαμόγελοι
και κοινωνικοστοιχηματίες.

Οι παγκοσμιοποιημένοι πάγκοι των λαϊκών
με Καλάσνικοφ και εικόνες Αγίων·
κρυμμένα τα φρούτα.

Χρόνια παράξενα…
Ο Παρθενών
στήνεται και ξεστήνεται,
σ' επιμήκυνση.

Η ματωμένη ποδόσφαιρα
κι ο κοπρίτης ο δεύτερος.
Οι αξίες και υπεραξίες
στ' ακροχείλι τ' ανέργου·
το ψωμί λειψό…

Σε ασθενοφόρους καιρούς, ποσώς:
Για το κλείσιμο του ματιού μιας ηλιαχτίδας
στον καβάλο της άνοιξης.

Ώρα Φουκοσίμα : 14:46:23


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Πώς ν’ αγαπήσεις...


Πού πεταλούδα, για να δεις; πού γη, για ν’ ακουμπήσεις;
Πού πεύκου σκιά να δροσιστείς, να γείρεις, να πλαγιάσεις.
Άνθρωπο πού, να ‘χει καρδιά και νου για να μιλήσεις,
να του χαϊδέψεις τα μαλλιά, μ’ αγάπη ν’ αγκαλιάσεις.

Πού μέλισσα, να βρεις χρυσή; μια μυγδαλιά, ν’ αγγίξεις.
Πού ρεματιά να ‘χει νερό, να πιεις και ν’ αποκάμεις.
Θάλασσα πού και βότσαλα στα μακρινά να ρίξεις.
Λάκκο, να βγάλεις μια κραυγή, τον πόνο σου να γιάνεις.

Σύννεφο πού, δίχως θολό τον ουρανό του να 'χει.
Πού νύχτα, ν’ αποκοιμηθείς με την ψυχή γαλήνια,
να γείρεις το κορμάκι σου κει στου βουνού τη ράχη,
να σε ξυπνήσουν τα πουλιά, μες στης αυγής τη γρίνια.

Μα... πού χαρά, να ξαπλωθείς... να γείρεις, το κορμί σου...
Να δεις πώς τ’ άστρα στ’ αργαλειό ξεπλέκουνε το φως τους!
(Πώς ν’ αγαπήσεις άνθρωπο – θεριό με τη μορφή σου,
όταν δεν ξέρεις τι ζητά και ποιος είν' ο σκοπός του...)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Εις την πλατείαν

Πεδίον του Άρεως

Α Καρυωτάκη, Παλαμά, Καββαδία,
με δίχως δάφνες πια και δίχως στεφάνια.
Στην πολύβουη την άλλοτε από κόσμο πλατεία
τ' αγάλματά Σας - μαραμένα γεράνια.

Περίλυπος στέκω κοιτώντας και φρίττω
με στόμα τί χαύνο και φρένα σπασμένα.
Στων αρίστων τα πλήθη φανερά διακηρύττω
πώς πάλλεται ο κόσμος μας με “φώτα σβησμένα”.
.......................................

Δώθε – κείθε κουτάκια και σπασμένα μπουκάλια.
Κιτρινόχρους γι' ανθός στο κλωνάρι καπότα.
Made in China στο πλάι δίχως τούλι βεντάλια
και του δήμου οι λάμπες μ' άνευ ρεύμα και φώτα.

Ζήτω! Ζήτω φωνάζω κι όλοι πέριξ μου: "Ζήτω!
μα δεν είναι σαν κείνα που 'χαν σθένος και τόλμη.
Ναπολέων ντυμένος στο Δαφνί διακηρύττω
μιαν ιδέα δική μου: Μένει χρόνος! γι’ ακόμη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Kαταισχύνη


Παρακαλώ σας, πείτε μου! πώς μέσα μου να γιάνω;
Πώς μέσα μου για να χαρώ, που μου 'τυχαν εμπρός μου;
Θαρρώ πως πρέπει να τα πω πριν μου 'ρθει ν' αποθάνω.
Θαρρώ πως πρέπει να γενεί ο απώτερος σκοπός μου:

Στην αχυρένια μια νυχτιά του Νίγηρα καλύβα,

στην αγκαλιά μου ένα παιδί σχεδόν σκελετωμένο,
(τ' αθώα ματάκια του θυμάμαι ακόμη ως με κοιτούσαν)
στα ξαφνικά, ξεψύχησε για το 'χανε ταμένο 

της Δύσης κείνα τα θεριά, οπού κανείς δεν θέλει,

που κλέβουνε της Αφρικής το γάλα και το μέλι.

Στις Φιλιππίνες, στο Ροξάς, δε θα 'τανε τεσσάρων... 

που κάποιος ναύτης Γερμανός το πήρε να χαλάσει.
Σημάδι το 'χω στη ζερβή γροθιά μου, κι έχω ακόμη
τα δόντια εκείνου, που 'σπασα να μην ξαναγελάσει

της Δύσης τ’ άγριο το σκυλί, που θέλει να ξεδώσει,

και την Ασία την πόρνεψε για να τον ξεπληρώσει...

Κι ήταν, ακόμη, στο Καλάτ που την πετροβολούσαν 

γιατ' είχε κάποιον μόνη της θελήσει ν' αγαπήσει.
Ντράπηκα τόσο κι έκλαψα σαν το 'δα με τα μάτια
που τα 'βγαλα, μη ματαδώ την πρόστυχη τη Δύση

που σπούδασε τους εθνικούς δοτούς της ηγετίσκους,

και με πετρέλαιο μόλυνε τους ηθικούς και θρήσκους. 

Στην Καρθαγένη κι ύστερα, - Θέ μου, συγχώρεσέ με,

μα το 'δα εμπρός να γίνεται το φονικό στην πράξη,
κάποια πολύ που αγάπαγε το νταβαντζή με πάθος,
ένα μαχαίρι τράβηξε κι εκείνον είχε σφάξει. -

Για του χρυσού τ' αντάλλαγμα, τους πήγαν την πανώλη. 

Τους κυβερνούν πανσπερμικά της Δύσης, και Διαβόλοι!

Έχω της μαύρης ξενιτιάς τραγούδια εγώ γραμμένα

που κρύβω χρόνια μέσα μου για δεν πολύ θ' αρέσουν.
Είναι στενάχωρα, γιατί με δάκρυα είναι δοσμένα
τόσο, που θα με οικτίρετε, γιατί θα σας πονέσουν...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στης ηθικής το τρίστρατο


Ελάτε! ελάτε, φίλοι μου, καλοί μου ανθρώποι, ελάτε!
Εδώ, στην κλίνη τη δική. Στο σπιτικό μου, εμπάτε.
Εγώ, δεν έχω ανάστημα, δε μου ’μεινε πια, σθένος.
Μη με φοβάστε, μείνετε! είμαι ο φονιάς, ο ξένος…

Καθίστε εδώ, στης κούτας μου το βρώμικο κλινάρι.
Δείτε! πού τ’ ανευλόγητο κοιμάται παλικάρι.
Λάμια κακιά, με ζήλεψε, Μοίρα και με μισούσε.
Έκλωθε πλάι στη μάνα μου την ώρα που γεννούσε.

Δίχως θυμίαμα, μιαν ευχή, με δίχως τ’ αγιοκέρι…
Θαρρώ νύχτα πως ήτανε, που μ’ άδραξε απ’ το χέρι.
Πρόσφυγα, μ’ είπε. Αφρικανό. Γύφτο. Κίτρινο – Ασιάτη.
Είμαι το μίασμα κι η ντροπή στου κόσμου την εμπάτη.

Ελάτε! μη με ντρέπεστε, μη με φοβάστε, διόλου!
Δεν είμ’ Εβραίος, ούτ’ Άραβας στο στόχο του Διαβόλου…
Φταίει, η δική που μ’ έκλωθε κουβάρι, λάμια – Μοίρα.
Στης λογικής το τρίστρατο λάθος τον δρόμο πήρα.

………………………………

Εγώ, σπίτι δε γνώρισα. Απ’ όταν, που θυμάμαι
με ξενικά και δανικά, καλούμαι να κοιμάμαι.
Κι αν είναι ο δρόμος, σπίτι μου! Η πίσσα τούτη, ρούχο!
δεν σας ζητώ… παρά δική τη λευτεριά να μου ’χω…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άπατρις


– Για δεν πετούν οι σταυραετοί;
– Μήπως κι εκείνοι πια δετοί…;
– Πού πήγαν, όλα;
Της άνοιξης, πού ’ν’ η χαρά;
Πήραν ανάποδη φορά,
τα μυροβόλα;

Πού ’ναι τα δέντρα; Πού οι σκιές;
– Κοράκια γύρω μας κι οχιές…
– Πού ’ν’ τα λουλούδια;
Πού ’ν’ ο πολύς κελαηδισμός;
Μήπως και πήρεν τα, σεισμός;
Πού ’ν΄ τα τραγούδια;

Πού ’ν’ τα ποτάμια, οι ρεματιές;
Πού ’ναι του πάθους μου, οι μυρτιές,
τα γιασεμιά μου! 
– Έλειπες, φαίνεται, καιρό…
– Κι άφησαν μόνο τον εχθρό
στη γειτονιά μου;

– Πήραν τη! πήραν την πατρίδα,
που ’λεγες, πως είν’ η μητρίδα
του κόσμου, όλου!
Πήραν τη, μέρα – μεσημέρι.
Ξένοι και “φίλοι” μας εταίροι… 
– Α, του διαβόλου!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μπλε και πράσινο           


Δε μοιάζει στα γλυκά νερά της θάλασσας η αρμύρα.
Όσες φορές τη γεύτηκα, τόσες φαρμάκι πήρα.

Όσες φορές κι αν πλύθηκα, τη νιώθω απάνωθέ μου.
Γονυπετής και κλαίγοντας παρακαλώ σε, θέ μου:

Κάμε να πάψει η θάλασσα το σώμα μου να ραίνει,
να νιώσει λίγο απ’ τη δροσιά, η σάρκα η φλογισμένη.

Το έρμο κορμί μου, βάλλεται! δεν γαληνεύει, διόλου.
Θαρρώ, το χρώμα της το μπλε πως είναι του διαβόλου

καθώς, αλλάζει! πράσινο, γίνεται· κει, στη ρήχη.
Άλλο κακό στο σώμα μου, θέ μου, να μη μου τύχει.

Παρακαλώ σε, Ποσειδών, σ’ το λέγω εγώ, που σ’ είδα:
Τούτο το σώμα, ως φλέγεται… δεν άλλο απ’ την πατρίδα…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κόρακες


Άτιμε κόρακα, που χτες αφαίμαξες το βιος μου,
που μ’ άρπαξες και δεν θα δω να υψώνεται σα πέρα
το καλαμπόκι το παχύ το καταπράσινό μου,
το καλαμπόκι που θελα να θρέψω τα παιδιά μου.

Απόκαμα μωρέ σκυφτή σπυρί – σπυρί στον κάμπο
να βάζω της στα σωθικά, να βάζω της στα σπλάχνα,
κι ήρθες σύ κακορίζικο τον κόπο μου ν’ αρπάξεις,
να κλέψεις την προικοσπορά, που χα γι’ αλλού ταμένη.

Ανάθεμά σε, κόρακα, που σκιάχτρο δεν φοβάσαι,
παρά μονάχα σκέφτεσαι τ’ αχόρταγό σου στόμα,
δίχως να νιώσεις μια στιγμή τον πόνο τον δικό μου,
δίχως ποτέ σου να σκεφτείς, μην πέσω κι αποθάνω.

Τι σου κανα, μαύρο πουλί και θέλησες το βιος μου
και τ’ αμπελιού και μου φαγες την καρπερή πατάτα·
σαν την ακρίδα κι έφερες και του σογιού τους κλέφτες
τ’ αρπακτικά, τα βάρβαρα τα στίφη των φονιάδων…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Των πολέμων η έλαφος


Είμαι κείνο το στοιχειό
στη μελάνη του Ομήρου,
που δόθηκε μια νύχτα
νησί στον Οδυσσέα:
Η Καλυψώ

Είμαι κείνη η παλαιά
πρωτομέδουσα
στη ρότα της Αργούς,
η φέρουσα την τρίαινα
του Ποσειδώνα

Είμαι κείνο της Τροίας
τ’ οξειδωμένο βέλος
στο πόδι του Αχιλλέα,
τ’ αδηφάγο παλάτι
των ηρώων

Είμαι κείνο το όριο
σκαιό λίκνο
στη θύρα του τέλους,
ιέρεια της Κίρκης
και πειρασμός της αγνότητος

Εγώ είμαι, ναι! η
των Σειρήνων ολέθρια αοιδός
στο καράβι του Οδυσσέα.
Η δεικνύουσα την κερκόπορτα
προς Αγαρηνό

Εγώ είμαι, ναι! η
όλων των Εθνών πόρνη
με τ’ ανομολόγητα ονόματα,
στα σκέλη μου, βασιλείς
υποτάχθηκαν

Εγώ είμαι, ναι! η
των ενόχων θηλάζουσα,
η φερομένη φωλεά κοιτίδα
της λόγιας λήθης.
Της Ιστορίας, το έρεβος

εγώ είμαι, ναι…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η αντάρτισσα μάνα


– Γιε μου, μου λες θε ν’ ακουστούν αυτά που σε τρομάζουν.
– Θα σε πικράνω, μάνα μου, μα πρέπει να σ’ τα πω.
Όσα που ξέραμε απ’ τα χθες, βυθίζουνε, ρημάζουν!
Νιώθω από νιος πια γέροντας που ζει δίχως σκοπό.

Ό,τι με πάθος, πίστεψα, θα πρέπει ν’ αναιρέσω.
Θα πρέπει να παραιτηθώ, να σβήσω, να χαθώ!
Άνοιξε τάφο, μάνα μου βαθύ για να χωρέσω.
Δώσε από τ’ άνθη μύρα σου το σώμα να πλυθώ.

– Αγάπη μου, δικό παιδί που σου ’πιανα το χέρι,
που χάιδευα, μη πικρανθείς και πάθεις μαρασμό…
– Τ’ άδικο, μάνα, τ’ άδικο μας κυβερνά και χαίρει.
Μας σπρώχνει προς την άβυσσο· μας θέλει το χαμό.

– Πάλεψε! γιε μου, πάλεψε και πιε από το φαρμάκι.
Από τ’ ανθρώπινο και πιε της κάλπικης ψυχής.
– Δίχως πια πίστη, μάνα μου, πώς να μπορώ, λιγάκι;
– Βάσταξε, γιε μου, βάσταξε! δεν πρέπει εσύ στη γης

πρέπει, – κατάρα στους μωρούς που κυβερνούν τους τόπους!
σ’ όσους περίσσια βγάζουνε και κρύβουνε σοδειά.
Να μην τον ίδιο θάνατο γευτούν με τους ανθρώπους.
Όλες, οι μαύρες οι ψυχές, σε μι’ άβυσσο – σπηλιά!

Δίχως ταφή και δίχως τους, παπά να τους διαβάζει:
Δίχως λιβάνι, δίχως τους εξόδιο, προσευχή!
– Έλα, μάνα μου, ξάπλωσε, γείρε γιατί βραδιάζει.
Φίλα με ’δώ, στο μέτωπο, να ευφράνει σου η ψυχή.

ΙΙ

Μάνα μου, κλαις; Μη το κρατάς βαθιά μες στην ψυχή σου;
Η στεναχώρια, είναι χτικιό που τρώει τα σωθικά.
Κλάψε! μα δώσε μου μαζί να πάρω την ευχή σου.
Αύριο, ψηφίζω, μάνα μου, να πάψω δουλικά…

– Εδώ, δεν έχει λυτρωμό, δεν έχει να σ’ ακούσουν…
– Ασθμαίνοντας, πώς να τα πω με κόσμια την ορμή;
Επί σκοπόν κι αμίλητος πριν τα πτηνά λαλήσουν,
θα μακελέψουν τ’ άμοιρο που γέννησες κορμί.

– Παιδί δικό και σπλάχνο μου και σάρκα της σαρκός μου,
δεν έχω εγώ στον πόνο σου παρά να σου μιλώ.
Μπορεί το γήρας να’ φτασε κι ο Θάνατος εμπρός μου,
όμως, σε θέλω αντάρτη μου! Νεκρό και σε φιλώ!

Μάνα, τι λες; Δεν το χωρά κι ο νους δεν επιτρέπει!
Μας πρέπει να ματώσουμε γι’ ακόμη μια φορά;
– Δίχως πατρίδα λεύτερη, παιδί μου, τι να “πρέπει”…;
Δείξε μου γη και σου ’ρχομαι, να πιάσω τη σπορά.

– Μου λες… να πάρω τ’ άρματα; να πιάσω το τουφέκι;
Να γαντζωθώ στ’ απόκρημνα και στην υγρή σπηλιά;
Παρακαλώ σε, μάνα μου, μα… στο μυαλό δε στέκει.
– Όποιος δεν θέλει λεύτερος… καλύτερη η θηλιά!

ΙΙΙ

Είναι βαρύς ο πόνος μου, κάθε που σε κοιτάζω.
Τι μαραζώνεις, μάτια μου, δίχως ελπίδα, πια;
Όλο τον κόσμο φέρνω σε στα πόδια και σου τάζω,
μ’ από τις τόσες ομορφιές, πια δε ζητάς καμιά.–

– Μάνα, δεν ίδιος ο καιρός, καθώς που τον θυμάσαι.
Ίδια δεν είν’ τα κρίματα, δεν είναι κι ο κλαυθμός.
Δεν ήθελα για να σ’ τα πω, για να μη μου λυπάσαι,
όμως, σκοτάδι, μάνα μου• βαρύς είν’ ο καημός.

Ήρθαν της Δύσης άρχοντες και πήραν μας τα κάλλη.
Τ’ όμορφο χώμα, πήρανε. Μηδ’ άφησαν, ανθό.
– Έρμο παιδί… Σου ’χω σταυρό κει δα, στο προσκεφάλι.
Πιότερο εγώ με τ’ άνθη μου, παρά να μαρανθώ.

– Πήραν τα! μάνα, πήραν τα! Μηδέ ’μεινε και κάμπος.
Μηδέ και δάσος, έμεινε, μηδέ από τα βουνά.
Μόν’ ο σταυρός σου, απέμεινε, να ρίξει του το λάμπος,
σ’ όλα της Γης τα δύστυχα που ζουν στα σκοτεινά…

ΙV

– Ξύπνα, παιδί μου, να χαρείς την άνοιξη που φτάνει.
Γιατί στενάχωρα κοιτάς τον κόσμο από μακριά;
– Νοιάζομαι, μάνα και πονώ ποιος το παιδί του χάνει.
Ντύνω μ’ αιθάλη το κορμί και φορεσιά μαβιά.

Κοίτα, μανούλα, κοίτα την πώς η χαρά προσμένει.
– Σκούρο, παιδί μου, σύννεφο πλησιάζει φθονερό.
Αδιάφορο ποιος ζωντανός και ποιος πρώτος πεθαίνει.
Αδιάφορο ποιος που πεινά και που διψά νερό.

– Μάνα, λες πως στα ψέματα τόση χαρά μου τάζουν;
– Το παραμύθι βρεφικό και  σ’ το ’μαθα καλά…
Δίγλωσσα φίδια οι άνθρωποι που δηλητήρια στάζουν.
Δύστυχος όποιος δεν νογά και το μυαλό σφαλά.

Θα δεις ψυχές κατάλευκες κι άλλες πιότερο μαύρες.
Παρηγορήσου, θάρρεψε κι απόμεινε να δεις:
Τέσσερις είναι οι εποχές, κι αυτές κρύες και λάβρες.
Ποτέ σου, γιε μου, μη δεχτείς στα δουλικά να ζεις…

V

( Θέλει – μου λέει – το δύστυχο, να φύγει για τα ξένα…
Πίσω τη μίζερη ξανά ν’ αφήσει αυτή στεριά…
Να φορτωθεί τις πίκρες μας στους ώμους του, και πάλι
να φιλιωθεί με τ’ άραχλα της Δύσης τα θεριά).

– Είν’ ο δικός μου λογισμός άτι δετό που τρέχει.
Είμ’ ένα σίδερο σκεβρό, ριγμένο στη φωτιά.
Γκρίζες οι μνήμες προσπερνούν καθώς καιρός που βρέχει.
Άπατρις είμαι, πρόσφυγας! Πουλί στην ξενιτιά.

Εγώ δεν έχω να χαρώ, δεν έχω να γελάσω…
Μόνο μου θέλουν βάσανα, κλαυθμό και στεναγμό.
Όταν στ’ απέναντι στενό μού πρέπει να περάσω,
το βλέμμα σκύβω καταγής, άλλoν μη δω διωγμό.

Είμ’ ένας διάβολος! στοιχειό στα μάτια των ανθρώπων.
Είμαι της λέπρας γέννημα με το κορμί πληγές.
Έχω το δέρμα κίτρινο και φέρω των ενόχων.
Εσύ είμαι! που μου σφάλιζες τα μάτια σου στο χτες.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ναυσίν άριστοι 

Σε όσους η μοίρα  στάθηκε έρημος 


Είναι ανάγκη, να διέρχομαι συνέχεια των Κυκλάδων 
ως να πλησιάσω των ματιών τους το βυθό. 
Τα σχήματα των μυστικών τους λέξεων ν' ανασύρω 
και να τους αποδώσω, με λόγο αρμυρογέννητο. 
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...  

Ποια νυχτωμένη της είσοδο, δεν ακράγγιξαν 
και ποιαν αφετηρία της...  
Μη δεν αλμάτισαν, στη συμμετρία της μέσα; 
Μη δεν σκόρπισαν, πλαγκτόν πολύφωτο, 
μ' απροσδιόριστο σχήμα; 

Άσκησή μου η σιωπή, στη μοναξιά του ωροδείχτη. 
Αναψυχή μου η θάλασσα στην άμμο της κλεψύδρας. 

Η θάλασσα, δεν ακολούθησε τα αισθήματά τους...  
Έγειρε σάβανο, τη νύχτα 
και κακοσόρισε την τύχη τους, κρυφογελώντας. 
Τους έσυρε, στην υγρή κάθοδο της αβύσσου 
και βύθισε, των ματιών τους τα έλκηθρα, 
σ' ένδυμα φωτός. 




Tο καράβι ΙΙ


Στάσου, καράβι σιωπηλό που πας προς την αιθάλη,
που στη νυχτιά λογίζεσαι καράβι φθονερό,
να πάρεις ναύτη μεσιανό στην κόφα τη μεγάλη,
για το στερνό ταξίδι του κείνο το φοβερό.

Και δώσ' στο γέροντα σχοινί και δείξε του να πέσει
κι απ' το σκαρί σου, δέσε τον καλά, να κρατηθεί
να σύρεις απ' την άβυσσο ό,τι νεκρό σου δέσει,
να βρει κι αυτός κάπου να πάει για ν' αποκοιμηθεί.

Κι αν κοιμηθεί, δώσε χαρά στο γέροντα το ναύτη,
- γαληνεμένη του η ψυχή σε καθαρά νερά,
μα να 'ναι γύρω φωτεινά σαν φως φάρου που αναύτη,
να ξαποστάσει το κορμί εκεί που αστροβολά.

Και δώσε γύρω ζωντανά και να 'χει από τα μύδια,
και δώσε ψάρια του βυθού να βόσκουνε στην άμμο,
να του χαϊδεύουν τ’ αχαμνά τα κόκαλα στολίδια,
που τόσο πολύ πόθησε να βρίσκονται κει χάμω.

Και δώσε πέλαγο βαθύ κι όλα τα μήκη δώσ' του,
και να 'χει φύκη δροσερά μ’αχτένιστα μαλλιά,
και να 'ναι οι βράχοι σκελετοί, ρημάδια έτσι εμπρός του
για να μπορεί, τη θάλασσα να χαίρει όπως παλιά.

Στάσου, καράβι, για να δεις που ησυχασμό δεν έχει…
Βιάζεται! θέλει θάνατο σε χρόνο αληθινό.
Πήρε η ψυχή και τον μισεί, κι αυτός δεν την αντέχει.
Έλα και πάρε τον μαζί σε τόπο αλαργινό.




Δυτικά της βροχής


Πόσο λατρεύω τη βροχή!
Σαν περπατώ μες στο τραχύ
παρθενικό ακρογιάλι,
κάθε μου έγνοια και καημός,
κάθε πληγή και σπαραγμός,
αποχωρίζει αγάλι.

Και σαν αργόσυρτα κινώ,
απ’ το στρατί για το βουνό,
κι από το δάσος μέσα,
στερνή φορά πίσω κοιτώ
να δω ποιος δένει το λυτό,
στης θάλασσας την τρέσα.

Και παίρνω πάλι το στρατί,
με τα παιδιάτικα "Γιατί"
τ’ αθώα, να βασανίζουν:
"Ποιος την πληγή, ποιος τον χαμό,
ποιος τον καημό, τον σπαραγμό,
και ποιοι που μου τα ορίζουν".

Κι έτσι, ως αρχίζει πάλι η ηχώ,
στο όμβριο το ρέμα το ρηχό,
κει που η βροχή σταλάζει,
ως παραδέρνουν τα νερά,
νιώθω μιαν άπλετη χαρά,
την ώρα που χαράζει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Πένες 


Η καραβίσια πένα μου, σταμάτησε· δεν θέλει…
(Με δίχως μπάρκο, πώς μπορεί να πει για τα ταξίδια;
Με δίχως, κείνο τ' άλικο το φως, απ' τα μπορντέλα...
τους λογισμούς μου, πώς μπορεί σωστά για ν' αποδώσει;)


Η δεύτερή μου, η στεριανή, έπαψε πια να γράφει.
(Με δίχως δάση, ρεματιές, με δίχως τα λουλούδια...
πώς να μπορέσει, λεύτερα να στέρξει το μελάνι, 
σπόρος να γίνει κι άνοιξης χόρτο – βαθύ κλινάρι;)


Η τρίτη, της πολιτικής, είν' της ντροπής η πένα.
(Αυτή, δεν έχει λογισμούς παρήγορους κι ευφράδειες.
Έτσι ασημένια, ως κείτεται δίκοπη μοιάζει κάμα.
Αυτή, μιλά γι' ανθέλληνες - πολιτικούς, προδότες!)


Η τέταρτη, μ' όψη σφοδρή, είν' του Θανάτου η πένα.
(Τούτη, την έχω με άλυσο δεμένη στο κατώγι. 
Μαύρο θυμίζει Χάροντα που ζεύει τ' άλογό του.
Θάλασσες, τούτη, δε νογά! ούτ' ευανθούς και φαύλα…

Σαν είναι τούτη, για να πει… σαν είναι για να γράψει…
αλλοίμονο! στον δύστυχο το νου που την κατέχει:
Θα θέλει αυτόν κάτω, νεκρό· στην άβυσσο, θα θέλει.
Αυτήν, δεν θέλω να κοιτώ, δεν θέλω καν ν'  αγγίζω...)